Ιστορίες Μπασκετικής Φαντασίας: ΕΛΛΑΣ - ΠΟΚΕΘΕ : Η Τελική Αναμέτρηση (part 2)

Written by  Αυγ 26, 2019

 (Part 2 : Ο Χοντρός Πυροτεχνουργός)

Αθήνα. Σεπόλια. Καφενείο “Η Ωραία Σούβλα”. Τετάρτη 21 Αυγούστου. Μεσημέρι.

Ένας ευτραφής, πλην όμως γεροδεμένος, άνδρας καθόταν σε ένα πλαστικό τραπεζάκι λαϊκής, που σίγουρα είχε δει καλύτερες μέρες, ολότελα αφοσιωμένος στην οθόνη του laptop, που ήταν ανοιχτή μπροστά του. Το χαβανέζικο πουκάμισο, σε κόκκινες αποχρώσεις, που φορούσε, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ένας παλιός ανεμιστήρας οροφής έτριζε παραπονεμένα πάνω από το κεφάλι του.

Στο άπειρο και ανεκπαίδευτο μάτι, ο άνδρας μπορεί να έμοιαζε με τουρίστα, που – Αύγουστο μήνα – μπερδεύτηκε και κατέβηκε σε λάθος στάση του μετρό. Ο αγωνιώδης τρόπος, όμως, που έσκυβε πάνω από το laptop του... Ο θόρυβος που έκαναν τα πλήκτρα όπως τα χτυπούσε με δύναμη... Το τρομαγμένο βλέμμα του μοναδικού υπαλλήλου, που ήξερε ποιος είναι ο άνδρας και είχε λουφάξει σε μία γωνιά... Όλα οδηγούσαν σε ένα συμπέρασμα. Η ησυχία που επικρατούσε στο καφενείο ήταν σαν τον πυροτεχνουργό, που κρατάει την ανάσα του, καθώς βλέπει το καντράν της βόμβας να πλησιάζει στο μηδέν. Ένας μάλλον χοντρός πυροτεχνουργός, εν προκειμένω, αλλά σίγουρα ήταν έτοιμος να εκραγεί.

“Θέλω επειγόντως διακοπές. Κάτω απ' την πανσέληνο βουτιές...” Η φωνή του Μαρτάκη έσπασε την ησυχία του καφενείου και τα νεύρα του ευτραφή άνδρα. Ο υπάλληλος αναπήδησε από την έκπληξη του, παρόλο που ήταν το δικό του κινητό που χτυπούσε και έσπευσε να κλείσει τη συσκευή. Εκείνη γλίστρησε από τα ιδρωμένα χέρια του και προσγειώθηκε στο νεροχύτη, πίσω από τον πάγκο. “...Αγκαλιά να σε έχω, να μου λες...” συνέχισε το ringtone δίπλα από μια στοίβα πιάτα, άπλυτα από το προηγούμενο βράδυ “...μην πάμε πίσωωωω...”

Ο υπάλληλος κατάφερε, ψαχουλεύοντας, να βρει το πολυπόθητο κουμπί και έκοψε το ρεφρέν στη μέση. Σήκωσε διστακτικά το κεφάλι του πάνω από τον πάγκο, σίγουρος πως ο άνδρας θα τον κοιτούσε με δολοφονικό βλέμμα. Ο μοναδικός πελάτης του καφενείου, ωστόσο, δεν είχε καν σηκώσει τα μάτια του από την οθόνη του υπολογιστή. Η φωνή του ακούστηκε βραχνή και βαριεστημένη.

«Θανασάκη, αγόρι μου, το καλό που σου θέλω, αυτός στο τηλέφωνο να ήταν ο μάστορας για το air condition».

Ο Θανασάκης άρχισε να νεύει καταφατικά, από συνήθεια, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως δεν τον είχε καλέσει ο τεχνικός του air condition. «Ναι! Δηλαδή... όχι...»

«Ναι ή όχι ρε πυροβολημένο;»

«Ε... όχι... δεν ήταν ο τεχνικός, αλλά ναι, θα έρθει. Θα έρθει άμεσα. Τον έχω ειδοποιήσει!»

«Άντε να δούμε... Έχουμε λιώσει εδώ χάμω, γαμώ την τύχη μου, γαμώ!»

«Ναι κύριε Μπάμπη»

«Και άλλαξε αυτό το ringtone. Μου έχει σπάσει τα νεύρα!»

«Μάλιστα κύριε Μπάμπη!»

Ο Μπάμπης Σταμπαλίδης, δεξί χέρι του Προέδρου της Ελληνικής Ομοσπονδίας Μπάσκετ και άνθρωπος για τις επικίνδυνες αποστολές, μούγκρισε, αντί να απαντήσει και έσκυψε ξανά πάνω από τον υπολογιστή του. Έκλεισε όλα τα αθλητικά site, που μιλούσαν για την προετοιμασία της Εθνικής Ομάδας και την επικείμενη αναχώρηση για την Κίνα και άνοιξε, για πολλοστή φορά, τα mail του, με την ελπίδα να έχει έρθει η ενημέρωση που περίμενε.

“Δεν έχετε αδιάβαστα μηνύματα” έγραφε πάνω πάνω η οθόνη του. Βλαστήμησε χαμηλόφωνα και το υπόκωφο μουγκρητό, που βγήκε από το λαρύγγι του ήταν αρκετό για να κάνει τον υπάλληλο να πεταχτεί ξανά από τη θέση του και να πέσει με τα μούτρα στο κινητό του, προς ανεύρεση νέου ήχου κλήσης.

Μα γιατί δεν το στέλνουν; Ο Σταμπαλίδης ξεφύσηξε και έθαψε την γόπα Καρέλια άφιλτρο, που είχε σβήσει στα χείλη του, στο ξέχειλο τασάκι μπροστά του με μια νευρική κίνηση. Δυο χρόνια! Δυο χρόνια προσεκτικός σχεδιασμός και τώρα τους έχω ακριβώς εκεί που τους θέλω! Μένει μόνο η χαριστική βολή! Πάτησε ξανά το refresh. Ένα αδιάβαστο μήνυμα, από άγνωστο παραλήπτη, εμφανίστηκε στην κορυφή της λίστας. Ο τίτλος του μηνύματος ήταν μία μόνο λέξη. ΠΟΚΕΘΕ*.

Ο Μπάμπης ανακάθισε στην καρέκλα του, που έτριξε από το βάρος. Έκανε να πιάσει το ποντίκι και το χέρι του έτρεμε. Στο διάλο! Έχω να νιώσω τόσο άγχος από τη 2α Γυμνασίου, που ετοιμαζόμουν να τα ζητήσω από τη Ματούλα! Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει. Τις σκούπισε στη λαχανί βερμούδα του και ανασήκωσε το ψάθινο καπελάκι, που φορούσε, για να ξύσει το ολιγότριχο κεφάλι του, που ξαφνικά τον φαγούριζε τρελά. Όλα εξαρτώνται από αυτό, σκέφτηκε και άνοιξε το mail.

Ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης έκανε το τριχωτό του στήθος να φουσκώσει. Έβγαλε το δεύτερο κινητό του – αυτό που είχε μόνο μία καταχωρημένη επαφή – από το τσεπάκι του πουκαμίσου και ετοιμάστηκε να καλέσει τον Πρόεδρο. Επιτέλους! Ώρα για καλά νέα, έτσι για αλλαγή! Δεν πρόλαβε, ωστόσο, να κάνει την κλήση, επειδή το κινητό στα χέρια του χτύπησε.

«Πρόεδρε με παρακολουθείς;» ρώτησε ο Σταμπαλίδης με εύθυμο τόνο. «Ό,τι ετοιμαζόμουν να σε πάρω. Όλα πήγαν βάσει σχεδίου. Θρίαμβος σε όλα τα μέτωπα!»

Η σιωπή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής δεν ήταν καλό σημάδι. Ξαφνικά ο Μπάμπης ένιωσε πάλι σαν πυροτεχνουργός. Και αυτή τη φορά ήταν σίγουρος, πως δε θα προλάβαινε την βόμβα πριν σκάσει.

Την σιωπή ακολούθησε ένας ορυμαγδός από άναρθρες κραυγές και έξαλλα ουρλιαχτά, που ακούγονταν μέχρι τον πάγκο, όπου ο υπάλληλος του καφενείου είχε γουρλώσει τα μάτια του. Δεν πίστευε ότι υπήρχε άνθρωπος που μπορούσε να κατσαδιάσει τον Μπάμπη Σταμπαλίδη, και μάλιστα με τέτοια σφοδρότητα. Να όμως, που τώρα γινόταν μάρτυρας ακριβώς ενός τέτοιου περιστατικού.

Ο Σταμπαλίδης είχε ανοίξει τα μάτια του διάπλατα από το σοκ. Όσα περισσότερα άκουγε, τόσο περισσότερο χλώμιαζε.

  «Τι πράγμα;» τον άκουσε να λέει ο υπάλληλος. «Που προσγειώθηκε η ομάδα; ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΡΑΪΒΙΚΗ;»

Ο Θανάσης, σερβιτόρος του καφενείου “Η Ωραία Σούβλα” γνώριζε χρόνια τον κύριο Σταμπαλίδη. Γνώριζε ότι ήταν ένας άνθρωπος ικανότατος, που ενέπνεε σεβασμό – ενίοτε και φόβο – και που ήταν πάνω από όλα ψύχραιμος.

«Έρχομαι αμέσως!» Ο Μπάμπης έκλεισε το κινητό, το έβαλε στην τσέπη του και σηκώθηκε αργά αργά από την καρέκλα. Το πρόσωπο του είχε πάρει τέτοια απόχρωση, που άνετα τον πέρναγες για κομπάρσο στο Walking Dead. Έριξε μια ματιά στον Θανασάκη με βλέμμα χαμένο στο κενό και έπειτα βγήκε από το καφενείο και άρχισε να τρέχει στη Δυρραχίου.

Ο Θανασάκης έριξε μια ματιά στο τραπεζάκι, όπου το laptop και όλα τα πράγματα του κύριου Μπάμπη είχαν μείνει όπως τα άφησε, άλλη μια στο δρόμο, όπου ο διόλου ευκαταφρόνητος πρασινοκόκκινος όγκος του άνδρα είχε ήδη αρχίσει να ξεμακραίνει και σκέφτηκε. Θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.  

to be continued...

 

* ΠΟΚΕΘΕ : Παγκόσμια Οργάνωση Κατά Εθνικής Ελλάδος (ο ρόλος της έχει αναφερθεί σε προηγούμενες Ιστορίες Μπασκετικής Φαντασίας)  



*     ΠΟΚΕΘΕ : Παγκόσμια Οργάνωση Κατά Εθνικής Ελλάδος (ο ρόλος της έχει αναφερθεί σε προηγούμενες Ιστορίες Μπασκετικής Φαντασίας) 

Μαρίνος Γεωργιόπουλος

"Όποιος δεν μπορεί να κάνει, διδάσκει" λέει η γνωστή λαϊκή ρήση. Όποιος δεν μπορεί να κάνει, γράφει, θα συμπληρώσω εγώ.

 
10 χρόνια παρά κάτι μήνες. Τόσο μου πήρε από την 1η δημοτικού μέχρι τα μέσα λυκείου για να το πάρω απόφαση ότι δεν το 'χω ρε παιδάκι μου και να σταματήσω να ταλαιπωρώ διάφορες συνοικιακές ομάδες, προπονητές και τον εαυτό μου. "Εσύ ΔΕ θα σουτάρεις" μου είπε ο τελευταίος μου προπονητής σε έναν αγώνα μετά από ένα air-ball και 2 τούβλα περιοπής.
 
Εεε κάπου εκεί το συνειδητοποίησα. Δεν κάνω για μπάσκετ. Έλα όμως που μου άρεσε το άτιμο το άθλημα! Και μου άρεσε πολύ! Τι να κάνεις λοιπόν; Έγινα και εγώ φίλαθλος μπασκετικός. Κόσμιος και πιστός σε ένα περιβάλλον τίγκα στους ποδοσφαιρόφιλους και έψαχνα να βρω άνθρωπο με το τουφέκι να πω καμιά κουβέντα για pick n roll, box out και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα.
 
Τελικά τον βρήκα τον άνθρωπο και όχι μόνο μπόρεσα να τα συζητάω, αλλά μου έδωσε και - ένας Θεός ξέρει γιατί! - βήμα να τα γράφω κιόλας. Εδώ είμαι λοιπόν. Να μιλάμε για μπάσκετ... και μέχρι να βρεθεί ένας προπονητής (της εξέδρας) να μου πει "Εσύ ΔΕ θα γράφεις!", λέω να κάνω το παιδικό μου όνειρο καθημερινότητα και να συνεχίσω να "σουτάρω".

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.