Ο Mike the Knife, ή όπως θα είναι γνωστός μετά από αυτή την ιστορία, ο Μιχαλάκης ο Σουγιάς, ήταν ψηλά στην ιεραρχία των Black Fish. Ξεκίνησε σαν ένα από τα εκατοντάδες χαμίνια του Μισισιπί, αλλά η φυσική ροπή του προς τη βία τον έκανε να ξεχωρίσει από πολύ μικρός και να ανέβει γρήγορα και αποφασιστικά τις, κατά γενική ομολογία, δύσβατες σκαλωσιές του υποκόσμου του Αμερικανικού Νότου.
Τα τελευταία έξι χρόνια υπηρετούσε από το πόστο του enforcer, το οποίο σε απλά ελληνικά σημαίνει πως, αν για κάποιον ατυχή λόγο βρισκόσουν να χρωστάς στους Black Fish, ο Μιχαλάκης ο Σουγιάς, ήταν με τον καλό ή με τον κακό τρόπο, το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπες.
Μπορούσες να πεις ότι ήταν ένα είδος «ειδικού στις διαπραγματεύσεις» και από αυτή την άποψη, δεν ήταν περίεργο, που οι Black Fish είχαν επιλέξει να στείλουν αυτόν στη συνάντηση με τον Σταμπαλίδη. Το περίεργο ήταν, πως λίγες ώρες μετά τη συνάντηση, ο Μιχαλάκης ο Σουγιάς βρέθηκε δεμένος χειροπόδαρα σε ένα υπόγειο με έναν φρικτό πονοκέφαλο και μοναδική ανάμνηση πριν χάσει (και στη συνέχεια ξαναβρεί) τις αισθήσεις του, έναν φαλακρό, κοιλαρά τύπο να του χαμογελάει πονηρά.
Το πρώτο πράγμα που επιτέθηκε στις αισθήσεις του, αφού άρχισε να συνέρχεται, ήταν μια έντονη μυρωδιά ξυνίλας, που γινόταν σχεδόν ανυπόφορη από την υγρασία του υπογείου. Περίμενε μερικές στιγμές να εξαφανιστεί από το οπτικό του πεδίο, το πάνω αριστερό άκρο της αστερόεσσας και έριξε μια ματιά τριγύρω του.
Η μυρωδιά ερχόταν από μια σειρά μεγάλα, ξύλινα βαρέλια, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, στον απέναντι τοίχο. Λογικά κάποιο είδος ποτού θα ζυμωνόταν εκεί. Μπύρα; Όχι, όχι μπύρα, κάτι άλλο. Στους υπόλοιπους τοίχους κρέμονταν ακανόνιστα διάφορα περίεργα, παλιά κατά πως φαίνονταν, αντικείμενα. Υπήρχαν κάποια χάλκινα μπρίκια με μακρόστενες λαβές και κάτι γαβάθες που πρέπει κάποτε να ήταν μαγειρικά σκεύη, αλλά τα περισσότερα δε μπορούσε να καταλάβει που χρησίμευαν.
Το βλέμμα του σταμάτησε σε ένα μεγάλο μακρόστενο ξύλο με λυγισμένη άκρη, σαν μαγκούρα, αλλά όχι ακριβώς. Τι μέρος είναι αυτό; Στο μυαλό του επέστρεψε απρόσκλητη η εικόνα του φαλακρού, κοιλαρά τύπου να του χαμογελάει πονηρά. Ξαφνικά άρχισε να νιώθει σα να παίζει στο Pulp Fiction και συγκεκριμένα στη σκηνή στο υπόγειο με τον Ζεντ, πριν σκάσει μύτη ο Μπρους Γουίλις. Φοβερή σκηνή. Όχι όμως αν ήσουν ο τύπος που ήταν δεμένος στο υπόγειο. Όχι, όχι, όχι! Μην το σκέφτεσαι καν αυτό! Πρέπει να κόψω τον Ταραντίνο... Άρχισε να ξανακοιτάει γύρω του μόνο και μόνο για να απασχολήσει με κάτι άλλο το μυαλό του. Μα που χρησιμεύει αυτή η μαγκούρα;
«Do you like my grandfather’s glitsa?»
Η φωνή που ακούστηκε από πίσω του μίλαγε αγγλικά (ή κάτι που θα μπορούσε με πολύ φαντασία να ονομαστεί έτσι) με βαριά Καρδιτσιώτικη προφορά. Προσπάθησε να στρίψει και να κοιτάξει πίσω από την καρέκλα, όπου ήταν δεμένος, αλλά δε μπορούσε να κουνηθεί. Δύο τύποι, προχωρώντας με αργά, βαριά βήματα μπήκαν στο οπτικό του πεδίο. Ο ένας ήταν γκριζομάλλης με ένα παχύ, γυριστό μουστάκι, αυτός ήταν που είχε μιλήσει. Ο άλλος ήταν ο φαλακρός κοιλαράς.
«You!» είπε στον φαλακρό. «You! You are that Greek! Sta… Sto… Stobolidis?»
Τώρα... πρέπει να ξέρετε ότι ο Σταμπαλίδης είχε πολλά ταλέντα. Οι ξένες γλώσσες δεν ήταν ένα από αυτά. Για χάρην της αγγλικής, λοιπόν – που έτσι και αλλιώς οι Αμερικάνοι την έχουν ταλαιπωρήσει αρκετά – θα αποδώσουμε τον επόμενο διάλογο που έλαβε χώρα σε μια νέα γλώσσα, την Αμερικανοκαρδιτσιωτικοσαλονική, σε απλά ελληνικά.
«Σταμπαλίδης ρε βοσκέ! Σταμπαλίδης! Δεν είναι δα τόσο δύσκολο.»
«Καρφί δε δίνω πως σε λένε ρε! Λύσε με τώρα! Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;»
Ο Σταμπαλίδης δε φημιζόταν για το ελαφρύ του χέρι ακόμα και αν δεν ήθελε να σε πονέσει, οπότε η δεξιά γροθιά, που κατέβηκε στο πρόσωπο του Σουγιά, υπογράμμισε δεόντως τα επόμενα λόγια του.
«Όχι ρε Μιχαλάκη... Δεν έχω ιδέα ποιος είσαι. Έτσι στην τύχη σε νάρκωσα και σε μπαγλάρωσα.»
«Παλιόκαθ...»
Και η αριστερή γροθιά πάντως δεν είχε μεγάλη διαφορά.
«Λοιπόν, άκου πως έχουν τα πράγματα. Αμερικανάκι μου είσαι, δε μπορεί! Έναν Κάλαχαν, θα τον έχεις δει!» Αυτή τη φορά ο Σουγιάς φρόντισε συνετά να μην απαντήσει. «Λοιπόν, είτε με τον εύκολο τρόπο, είτε με το δύσκολο τρόπο, θα μου πεις αυτά που θέλω να μάθω, αλλιώς δε θα φύγεις όρθιος από ‘δω. Γκέγκε;»
«Και τι θέλεις, δηλαδή να μάθεις;»
«Τι συνέβη με τον Κωστάκη τον Κουφό;»
Αλλά αυτά, θα τα μάθουμε στο Part III...