Ο Σταμπαλίδης ένιωθε πολύ χαρούμενος στην Πόλη. Όχι επειδή τον πείραζε το κρύο στη Φιλανδία, πάντα τα πήγαινε καλά με τα ψυχρά κλίματα, αλλά επειδή πάντα αισθανόταν σαν στο σπίτι του στην Κωνσταντινούπολη. Πάντα πίστευε ότι η ρήση “Una fatsa, una ratsa” ταίριαζε περισσότερο στις ομοιότητες μας με τους φίλους του, τους Τούρκους, παρά με τους φανφάρες τους Ιταλούς. Πρώτα πρώτα το φαΐ. Έτσι όπως ήταν αραχτός στο κεμπαπτσίδικο του Χασάν, απέναντι από το Σινάν Ερντέν, ένιωθε σχεδόν σαν να βρίσκεται στο αγαπημένο του γυράδικο, το Μάκη, στην άνω Τούμπα.
Καταβροχθίζοντας, με απολαυστικές μπουκιές, το 5ο τυλιχτό κεμπάπ του, παρακολουθούσε τα πλήθη των μουτρωμένων Λιθουανών να βγαίνουν από το γήπεδο. Ένας από τους πρασινοντυμένους οπαδούς, ένας κοντοκουρεμένος πιτσιρικάς με flying μπουφάν, που έμοιαζε σαν να έχει ξεμείνει στη δεκαετία των Sex Pistols, ξέκοψε από το πλήθος και πλησίασε το κεμπαπτσίδικο. Ο Σταμπαλίδης μυρίστηκε προβλήματα. Επίσης μυρίστηκε κρεμμύδι, μπαχαρικά και ιδρωμένο κρέας. Αλλά τα προβλήματα μύριζαν πιο έντονα.
Ο κοντοκουρεμένος πιτσιρικάς πλησίασε τον Χασάν, που ακόνιζε τα μαχαίρια του, δήθεν για να παραγγείλει μια γύρα γύρους και έσκυψε, με τον πιο προφανή τρόπο, προς το μέρος του Σταμπαλίδη.
«Όλα εντάξει» του ψιθύρισε διακριτικά, σαν σκύλος σε χασάπικο.
Ο Σταμπαλίδης δεν απάντησε. Κατάπιε την τελευταία μπουκιά από το κεμπάπ του. Ήπιε μισό κουτάκι coca cola και ρεύτηκε βροντερά, ικανοποιώντας τον Χασάν και το κοινωνικό πρωτόκολλο. Άφησε λεφτά πάνω στο τραπεζάκι και άρπαξε, με έναν διόλου διακριτικό τρόπο, τον κοντοκουρεμένο νεαρό από τον σβέρκο. Κατόπιν τον έβγαλε καροτσάκι, από την πίσω πόρτα του μαγαζιού. Ο Χασάν κοίταξε προς την μπροστινή πόρτα, για να σιγουρευτεί ότι κανείς από τους περαστικούς δεν είχε προσέξει το περιστατικό και συνέχισε να καθαρίζει τα μαχαίρια του.
Στο στενάκι, πίσω από το μαγαζί, ο Σταμπαλίδης βρόντηξε τον νεαρό στον τοίχο.
«Γιόνας, είσαι ντιπ για ντιπ μαλάκας;» είπε στα ελληνικά.
«Malakas;» έκανε απορημένος ο Γιόνας.
«Είσαι τυχερός, που ο Χασάν είναι αδερφός και το μαγαζί ήταν άδειο» συνέχισε σε σπαστά αγγλικά ο Σταμπαλίδης. «Και ακόμα πιο τυχερός, που το μαγείρεμα δεν έγινε με αντίπαλο την Εθνική Τουρκίας, αλλιώς θα βρισκόμασταν και οι δύο στο ίδιο στενάκι με τα μαχαίρια του Χασάν να προεξέχουν από τις κοιλιές μας».
Ο νεαρός Λιθουανός ξεροκατάπιε. «Συ... συγγνώμη. Νόμιζα ότι το μέρος ήταν ασφαλές».
«Πουθενά δεν είναι ασφαλές» τον έκοψε ο Μπάμπης. «Λοιπόν, πες στον Πατσέσας και στον Γκέτσε, ότι τα χρήματα θα κατατεθούν σε καθαρούς λογαριασμούς στα Κέιμαν και φρόντισε αυτή τη φορά να μη σε δει κανείς!»
Ο Γιόνας κατένευσε και εξαφανίστηκε στις σκιές.
Ο Σταμπαλίδης περίμενε λίγα λεπτά για να σιγουρευτεί ότι ήταν μόνος του και έπειτα κάλεσε τον πρόεδρο.
«Υποθέτω ότι όλα πήγαν ομαλά» είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, αντί χαιρετισμού.
«Δεν ήταν εύκολο» απάντησε ο Σταμπαλίδης. «Εντάξει, ο Γκέτσε ήταν δικός μας, αλλά ο Πατσέσας, χρειάστηκε κάποια ειδικά επιχειρήματα για να αλλάξει στρατόπεδο. Ήταν χρόνια στέλεχος της ΠΟΚΕΘΕ».
«Θα τον ψάχνουν τώρα υποθέτω»
«Θα τον ψάχνουν, αλλά δε θα βρουν τίποτα. Με τα λεφτά που του έδωσα, μπορεί να εξαφανιστεί για δέκα χρόνια»
«Πολλά λεφτά...» είπε ο πρόεδρος.
«Άξιζε τον κόπο. Είδες πώς σκύλιασαν οι δικοί μας μετά τις δηλώσεις;» απάντησε ο Σταμπαλίδης, μην μπορώντας να κρύψει την περηφάνια στη φωνή του.
«Ουαί κι αλίμονο σου κακομοίρη μου! Έτσι και ο Μίσσας ψιλιαστεί ότι ήσουν εσύ που διέρρευσες τις ατάκες περί γυναικείου μπάσκετ»
«Δεν υπάρχει περίπτωση» απάντησε ο Μπάμπης. «Εξάλλου ήταν για καλό σκοπό. Τα παιδιά χρειαζόντουσαν απλά ένα έξτρα κίνητρο».
«Το ξέρω, το ξέρω. Απλά να είσαι προσεκτικός»
«Πάντα είμαι» απάντησε ο Μπάμπης σχεδόν προσβεβλημένος. «Πρέπει να σε αφήσω τώρα. Είναι πολλά που πρέπει να γίνουν»
«Ασφαλώς» απάντησε ο πρόεδρος. «Α, και που' σαι Μπάμπη...»
«Ναι;»
«Πολύ καλή δουλειά! Συνέχισε έτσι!»
«Πρόεδρε... είμαστε ακόμα στην αρχή!»