Πόσο μάλλον όταν υποχρεούσαι να χάσεις το πρώτο ημίχρονο της επικής αναμέτρησης της Εθνικής μας με τους Αμερικανούς καθαρίζοντας χακί φορτηγά. Το δεύτερο ημίχρονο όμως το είδα. Με άλλα 5 συφάνταρα, ώμο με ώμο στριμωγμένοι πάνω από μια φορητή τηλεορασίτσα με οθόνη όχι μεγαλύτερη από ότι έχουν πλέον τα κινητά.
Δε βλέπαμε και πολλά, αλλά δε μας ένοιαζε. Ο πανηγυρισμός, ο ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα, η αγωνία που μόνο αυτό το άθλημα έχει καταφέρει να μου προσφέρει, ήταν τα ίδια που θα ένιωθα ακόμα και αν έβλεπα το ματς σε 50’’ plasma!
Το μόνο άγχος, μην έρθει από στιγμή σε στιγμή η επιθεώρηση και μας κόψει το ματς στα τελευταία λεπτά! Η προγραμματισμένη ώρα είχε έρθει και είχε παρέλθει και φυσικά κανείς δεν ήρθε πριν τελειώσει το παιχνίδι. Δεν υπήρχε άνθρωπος στο στρατόπεδο φαντάρος ή αξιωματικός που κάπου κάπως να μην παρακολουθεί το παιχνίδι.
Και όταν τελείωσε… Ηδονή! Απέραντη μπασκετική ευτυχία. Συναισθήματα που μπορεί να φαίνονται υπερβολικά, αλλά που μόνο ο αθλητισμός μπορεί να μεταδώσει αυθόρμητα και ταυτόχρονα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Ειδικά αν είναι απαλλαγμένος από τα οπαδικά κασκόλ και ντυμένος με την περήφανη, αγνή, ανόθευτη, γαλανόλευκη περιβολή του.
Δύο μέρες μετά, ήταν ο τελικός και – ω τι ευτυχία! – είχα άδεια! Θα μπορούσα να απολαύσω την σίγουρη επικράτηση επί των Ισπανών με όλη μου την άνεση από τον καναπέ και να μη χάσω ούτε φάση. Την κατάληξη, δυστυχώς, την ξέρουμε όλη. Πικρή ήττα από την, εδώ και χρόνια, μπασκετική μας Νέμεση.
Και η διάθεση; Ποια άδεια από το στρατόπεδο; Ποια χαρά; Μεγάλη Παρασκευή… ‘’Δεν πειράζει ρε παλικάρια! Πάμε του χρόνου γερά!!!’’ Αυτή είναι η δύναμη και η μαγεία της Επίσημης Αγαπημένης για μένα. Μπορεί να με «φτιάξει» και να με ανεβάσει ακόμα και στις πιο απίθανες συνθήκες.
Το ακόμα πιο μαγικό, όμως, είναι ότι μπορεί μεν να με «φτιάξει», αλλά ότι και αν γίνει δε μπορεί να με «χαλάσει». Θα στεναχωρηθώ, αν χάσουμε – ναι – αλλά στο κάτω κάτω της γραφής παιχνίδι είναι. Και μπορώ να πω με σιγουριά ότι το αγαπάω αυτό το παιχνίδι!