Η αλήθεια είναι ότι σε θέματα ρατσισμού έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία και ως άνθρωπος τα αντιμετωπίζω με μεγάλη σοβαρότητα και αυστηρότητα. Ευαισθησία που με βοήθησε και επαγγελματικά, ώστε να ασχοληθώ με το ζήτημα του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα σε πιο συγκεκριμένα πλαίσια και να έχω τη δυνατότητα να βλέπω ορισμένα πράγματα πολύ πιο καθαρά και, τολμώ να πω, ουδέτερα και αντικειμενικά.
Σε ζητήματα κοινωνικών διακρίσεων, ωστόσο, δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Η επιλογή είναι μία. Ή είσαι μαζί μας ή είσαι με τους «άλλους». Και εξηγούμαι: ακόμα και σε αυτήν την πολύ δύσκολη οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όπου τα πάντα έχουν καταλυθεί και δεν υπάρχει ίχνος μέτρου και ορίου σε κανέναν τομέα της
καθημερινότητας, δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία να αντιμετωπίσεις τον οποιονδήποτε άνθρωπο ως κατώτερο εξαιτίας του χρώματος, της θρησκείας του, της εθνικότητάς του, του φύλου του, της σωματικής και οργανικής του κατάστασης, ακόμα και της οικονομικής του θέσης ή οποιασδήποτε άλλης διάκρισης θέτει ο καθένας μας.
Απλά, δεν υπάρχει ΚΑΜΙΑ, μα καμία, δικαιολογία. Το ξαναγράφω με κεφαλαία γράμματα για να ξεκαθαρίσω την θέση μου. Και αυτό δεν έγκειται σε καμία πολιτική ή κομματική κατεύθυνση, δεν έχει καμία άλλη ρίζα από τον έμφυτο σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου. Πάνω από όλα, όμως, υπάρχει και μία ξεκάθαρη παραδοχή. Οποιοσδήποτε εκφράζει απόψεις μειωτικές για άλλον άνθρωπο, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες που μπορεί να έχει σε προσωπικό, επαγγελματικό ή άλλο επίπεδο, αυτομάτως γίνεται και ιδεολογικός εχθρός μου.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί, την ώρα που τις τελευταίες μέρες λόγω των αλλεπάλληλων κρουσμάτων ρατσιστικής συμπεριφοράς στον αθλητισμό κάποιοι ανακάλυψαν την… ρατσιστική Αμερική, κάποιοι άλλοι, εδώ και χρόνια έχουν κάνει εκκλήσεις και αγώνες να γίνει συντονισμένη προσπάθεια εξάλειψης αυτών των φαινομένων.
Τι είδαμε τις τελευταίες μέρες; Είδαμε έναν διεθνή Έλληνα μπασκετμπολίστα που αγωνίζεται στο εξωτερικό να ξεφεύγει από τα όριά του και να επιτίθεται στην κερκίδα προκειμένου να κυνηγήσει έναν –συγκεκριμένο έναν, για να μην αποπροσανατολιζόμαστε – ηλίθιο, ο οποίος μιλούσε χυδαία για το ιερότερο πρόσωπο που υπάρχει για τον καθέναν από εμάς: τη μάνα του και τα παιδιά του.
Ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης μετάνιωσε την ίδια στιγμή που «βούτηξε» στην κερκίδα για να πιάσει τον συγκεκριμένο τύπο, ο οποίος, όπως όλοι οι θρασύδειλοι άνθρωποι, μόλις κατάλαβε τον κίνδυνο που ακολουθούσε έγινε «λαγός» και εξαφανίστηκε. Ο «Σόφο» γενικά είναι ένας αθλητής που έχει ακούσει πολλά για τα κιλά του, για το χρώμα του, για την απόδοσή του στο γήπεδο, για την παρουσία του στους δύο «αιωνίους» αντιπάλου του ελληνικού μπάσκετ, για χίλια δυο. Ουδέποτε –πλην εκείνης της αλησμόνητης κλωτσοπατινάδας με τους Σέρβους στο τουρνουά «Ακρόπολις» πριν από μερικά χρόνια – ουδέποτε, επαναλαμβάνω, αντέδρασε βίαια ούτε με χειρονομίες ούτε με δηλώσεις ούτε με τίποτα. Μοναδική φορά που έκανε το παραμικρό ήταν όταν σε έναν τελικό ανάμεσα στον Ολυμπιακό, του οποίου τη φανέλα φορούσε ακόμα και τον Παναθηναϊκό, απάντησε στα συνθήματα των οπαδών του «τριφυλλιού», κάνοντας την κίνηση με τα δάχτυλα που σχηματίζουν το ανοιγοκλείσιμο του στόματος, που στη νοηματική δηλώνει «μιλάω πολύ», δηλαδή, απαντώντας με αυτόν τον τρόπο στα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ακούσει. Πρόκληση; Δεν θα το έλεγα.
Αλλά τα όρια του καθενός είναι διαφορετικά και σε κάθε περίπτωση όσο μεγάλα και αν είναι, όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως, έχουν συγκεκριμένες «κόκκινες γραμμές» που δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τις περάσει. Και αυτές οι «κόκκινες γραμμές» είναι για όλους η οικογένεια. Ο Σοφοκλής έκλεινε για χρόνια τα μάτια και τα αυτιά του στις χειρονομίες, τα συνθήματα και τις συμπεριφορές που προσέβαλλαν τον ίδιο, ακόμα κι όταν αυτές ξεπερνούσαν τα ανεκτά όρια. Ο ίδιος δεν απάντησε ποτέ ούτε όταν κάποιοι εκπρόσωποι της «καθαρότητας της φυλής μας» εξέφραζαν αντιθέσεις για το δικαίωμά του να φορά τη «γαλανόλευκη» λόγω του διαφορετικού χρώματός του. Ο ίδιος έκανε τη δουλειά του –καλά ή κακά, αυτό είναι θέμα προπονητών και μόνο να το κρίνουν – και δεν απάντησε ποτέ.
Όμως, είναι άλλο να μιλούν για σένα και άλλο για την οικογένειά σου. Δεν ξέρω και δεν ειπώθηκε ποτέ ποια ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε ο βλάκας της κερκίδας στον αγώνα της Μακάμπι με την Χαποέλ Τελ Αβίβ, ωστόσο, ο ίδιος ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης εξήγησε αργότερα πως ο συγκεκριμένος βλάκας, μίλησε άσχημα για την οικογένειά του και, κυρίως, τα παιδιά του.
Ο αθλητής ζήτησε συγνώμη για τη συμπεριφορά του, αλλά και από το γεγονός ότι από την αντίδρασή του τρομοκρατήθηκαν πολλοί οικογενειάρχες και μικρά παιδιά που πήγαν στο γήπεδο για να παρακολουθήσουν απλώς έναν αγώνα μπάσκετ. Δεν με ενδιαφέρει αν η συγνώμη του είναι ειλικρινής ή ειπώθηκε για να γλιτώσει την τιμωρία. Η ευαισθησία μου σε τέτοιου είδους ζητήματα με οδηγεί στο να «αθωώσω» τον αθλητή και να του δώσω όλο το δίκαιο που αναλογεί.
Τι ακολούθησε; Ο Σχορτσιανίτης τιμωρήθηκε με 7 αγωνιστικές από την ομοσπονδία του Ισραήλ, ο συγκεκριμένος φίλαθλος, παρ’ όλο που το σχετικό βίντεο και φωτογραφίες έχουν κάνει το γύρο του κόσμου, τουλάχιστον μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει ακόμα εντοπιστεί, ενώ ο ελληνικός Τύπος «διχάστηκε» με ορισμένους αξιόλογους συναδέλφους μου να παίρνουν το μέρος του αθλητή με μια σειρά από «Να γειάσει το χέρι σου, ρε «Σόφο», κείμενα και άλλους επίσης αξιόλογους να τον ψέγουν υπερασπιζόμενοι την γραμμή ότι ένας αθλητής πρέπει πάντα να λειτουργεί ως πρότυπο και να συγκρατεί πάντα τα νεύρα του ο,τι και να ακούσει.
Να με συμπαθούν οι της δεύτερης κατηγορίας, αλλά θα μου επιτρέψετε να ταχθώ υπέρ εκείνων της πρώτης. Η αλήθεια είναι ότι αμφιταλαντεύτηκα αν είναι η σωστή επιλογή, αλλά νομίζω πως δεν χωρά αμφιβολία. Όχι γιατί η βία είναι λύση, αλλά γιατί αντιλαμβάνομαι το συναίσθημα του ανθρώπου που αντέδρασε έτσι. Γιατί, όπως προανέφερα, οι αθλητές ακούν άπειρες προσβολές και χυδαιότητες κάθε φορά που βγαίνουν στο γήπεδο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι και υποχρεωμένοι να τις ανέχονται.
Το ότι το γήπεδο λειτουργεί ως χώρος εκτόνωσης και ξεσπάσματος ημισεξουαλικών απωθημένων από ανέραστους, ανεγκέφαλους και κρετίνους που υπό την κάλυψη της μάζας κάνουν ο,τι γουστάρουν πιστεύοντας ότι δεν θα επέλθει η τιμωρία, δεν σημαίνει ότι οι ίδιοι οι αθλητές θα πρέπει να το δεχθούν όσα εκατομμύρια και αν μπαίνουν στο λογαριασμό τους.
Στα παχυλά συμβόλαια που υπογράφουν οι παίκτες δε νομίζω ότι υπάρχει πουθενά κάποιος όρος που να τους υποχρεώνει να δέχονται ύβρεις και χυδαιότητες για τη μανούλα τους, τη γυναίκα τους και, πολύ περισσότερο, για τα παιδιά τους. Ούτε τα αντικείμενα, οι φωτοβολίδες, οι φτυσιές και τα λέιζερ περιλαμβάνονται στους όρους των συμβολαίων τους. Επομένως, αν ο κάθε βλάκας νομίζει ότι μπορεί να τα βάλει με τον κάθε Σοφοκλή Σχορτσιανίτη, την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο αθλητής.
Γιατί, εντάξει, η πλάκα σχετικά με το πόσο έφαγε ο Σοφοκλής και το αν μπορεί να παίξει καλά, μπορεί ως και ένα σημείο –λεπτό και ακαθόριστο, αλλά υπαρκτό στα πλαίσια της γηπεδικής κουλτούρας – να θεωρηθεί ως και ανεκτή και ενδεχομένως αστεία, αλλά, όταν αγγίζονται οι πλευρές που αφορούν την οικογένεια, η πλάκα σταματά και αρχίζει η αντίδραση. Και δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ έναν τύπο με τα «κυβικά» του Σοφοκλή θα τον ήθελα περισσότερο για φίλο και όχι να τον τσαντίσω. Και σε κάθε περίπτωση, όποιος νομίζει ότι έχει τα «κάκαλα» να σταθεί απέναντί του και να του εκτοξεύσει χυδαιότητες…ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα που λέει και η παροιμία. Μόνο που το συγκεκριμένο… πήδημα, ιδιαίτερα από έναν τύπο με το μέγεθος του Σοφοκλή, ο βλάκας της κερκίδας θα πρέπει να έχει ζυγίσει καλά, αν μπορεί να το…αντέξει.
Τι άλλο είδαμε αυτές τις μέρες; Είδαμε τον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, Σαλίνο, στον ημιτελικό Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα να δέχεται την ώρα που επιχειρούσε να εκτελέσει ένα πλάγιο μια μπανάνα από έναν από αυτούς τους εξυπνάκηδες της κερκίδας που συνεχίζουν αυτή την γελοιότητα να αποκαλούν τους έγχρωμους αθλητές ως «μαϊμούδες». Ο ίδιος ο παίκτης αντέδρασε παίρνοντας την μπανάνα και επιστρέφοντάς την στην κερκίδα, η οποία…εξαγριώθηκε από την προκλητική (!) συμπεριφορά του!
Η συνέχεια της γελοιότητας δόθηκε στα γραφεία των αθλητικών δικαστών, όταν η υπερασπιστική γραμμή του ΠΑΟΚ για να γλιτώσει την τιμωρία ήταν ότι ο συγκεκριμένος τύπος που πέταξε τη μπανάνα, δεν το έκανε με ρατσιστική πρόθεση, αλλά πιθανόν να την είχε πάρει μαζί του σε περίπτωση που πεινάσει (!!) και τελικά σε μια στιγμή εκνευρισμού την πέταξε στον αθλητή των φιλοξενούμενων, την τιμωρία του οποίου παρ’ όλα αυτά ζήτησαν με το ίδιο επιχείρημα που ακούστηκε και για τον Σχορτσιανίτη. Ότι οι αθλητές πρέπει να λειτουργούν ως παράδειγμα και ότι η αντίδρασή του να επιστρέψει τη μπανάνα στην κερκίδα ήταν τέτοια που ξεσήκωσε την αντίδραση των φιλάθλων.
Δεν υπάρχει οπαδική άποψη. Υπάρχει αντίδραση στην προσπάθεια προσβολής της νοημοσύνης της κοινής γνώμης. Η υπερασπιστική αυτή γραμμή είναι ένα ρεσιτάλ γελοιότητας, στρουθοκαμηλισμού και κυρίως, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ του ρατσισμού και της βίας στα γήπεδα. Το έγραψα και αυτό με κεφαλαία σε περίπτωση που κάποιος δεν το κατάλαβε. Γιατί αν δεν έχεις το θάρρος να παραδεχθείς ότι ήταν μία καθαρή κίνηση ρατσιστικής συμπεριφοράς και προσβολής της προσωπικότητας ενός αθλητή και ενός συνανθρώπου μας, ουσιαστικά την αποδέχεσαι και την επικροτείς. Απλά, ξεκάθαρα, απόλυτα.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να με πείσει κάποιος ότι πηγαίνει στο γήπεδο για να παρακολουθήσει ένα ντέρμπι που έχει δυναμιτιστεί τόσο πολύ από μέρες πριν και έχει μαζί του μία μπανάνα σε περίπτωση που του έρθει μια λιγούρα, ρε αδερφέ, την οποία τελικά πέταξε –κίνηση που έτσι κι αλλιώς είναι καταδικαστέα – και που από λάθος συγκυρία έπεσε σε έναν έγχρωμο αθλητή, ο οποίος δικαίως παρεξηγήθηκε λόγω του συμβολισμού, αλλά εντελώς αδιάντροπα και προκλητικά αντέδρασε. Λυπάμαι, αλλά δεν το χάφτω με τίποτα. Κι επειδή «το ποδόσφαιρο είναι ανδρικό άθλημα», όπως περήφανα υποστήριζε ένας εκ των πρωταγωνιστών της νίκης των γηπεδούχων, συνεπαρμένος από την επιτυχία και με περισσή αλαζονεία για τα όσα ακολούθησαν, θα περίμενα και μία αντρίκεια απολογία από την διοίκηση της ομάδας, αποδεχόμενη το λάθος του φιλάθλου της και μία έστω συμβολική κίνηση εντοπισμού και τιμωρίας του.
Αλλά τι λέω. Αυτά δεν είναι για εμάς. Είναι για άλλους. Εμείς είμαστε καλύτεροι, ανώτεροι, είμαστε πιο άνδρες, πιο μάγκες. Τι είμαστε εμείς; Φλώροι Ευρωπαίοι; Τι θα κάνουμε, δηλαδή; Ο,τι κάνουν οι μαλάκες οι Ισπανοί; Γιατί ναι, οι Ισπανοί τελικά είναι πολύ μαλάκες. Τι έκαναν;
Η παιδεία λέμε ότι είναι μείζον θέμα σε κάθε εκδήλωση της κοινωνίας. Τι έκαναν οι ισπανοί, λοιπόν, σε αντίστοιχη περίπτωση; Άκουσον άκουσον! Την Κυριακή 27 Απριλίου η Μπαρτσελόνα αγωνιζόταν εκτός έδρας απέναντι στην Βιγιαρεάλ. Στη διάρκεια της αναμέτρησης, η ομάδα της Καταλονίας κέρδισε ένα κόρνερ και πήγε να το εκτελέσει ο Βραζιλιάνος, Ντάνι Άλβες. Τότε, ένας άλλος τύπος, ο οποίος είχε πάει επίσης με το κολατσιό του στο γήπεδο, πέταξε μια μπανάνα στον παίκτη των φιλοξενουμένων. Ο Ντάνι Άλβες, όμως, αντέδρασε ψύχραιμα και με μία και μόνο κίνηση έκανε κουρέλια τον ρατσισμό. Τι έκανε; Έσκυψε, πήρε τη μπανάνα, την ξεφλούδισε, πήρε μια γερή μπουκιά και την πέταξε στην άκρη για να συνεχίσει με την εκτέλεση του κόρνερ.
Στην γλώσσα της «πιάτσας» θα λέγαμε ότι τον «ρούμπωσε»! Όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Ήταν μια από τις σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι της αγανάκτησης απέναντι σε κάθε φαινόμενο ρατσισμού, το οποίο, θα έπρεπε να είχε ξεχειλίσει χρόνια πριν. Σύσσωμος ο αθλητικός πλανήτης ξεκίνησε μια νέα καμπάνια μέσω των κοινωνικών δικτύων, ανεβάζοντας στο ίντερνετ φωτογραφίες – selfiesτις λένε σήμερα – στις οποίες εμφανίζονται να τρώνε μπανάνες, στέλνοντας το μήνυμα πως «όλοι είμαστε μαϊμούδες».
Όχι μόνο αυτό, αλλά συνέβη και το ανήκουστο! Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η διοίκηση της Βιγιαρεάλ κατάφερε να εντοπίσει τον συγκεκριμένο οπαδό που πέταξε τη μπανάνα, τον παρέδωσαν στην αστυνομία και τον εισαγγελέα, ο οποίος του απήγγειλε κατηγορίες για παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών και όχι μόνο αυτό, αλλά τον απέκλεισε δια παντός από την είσοδο στο γήπεδο, θεωρώντας ότι με την κίνησή του αυτή, προσέβαλε την εικόνα της ομάδας και τα μηνύματα κατά του ρατσισμού που θέλει να προωθήσει. Αλλά, είπαμε. Μαλάκες Ισπανοί. Εμείς εδώ στην Ελλάδα θα του δίναμε και εισιτήριο διαρκείας για τα επόμενα χρόνια για να τον ικανοποιήσουμε για την… πείνα που ένοιωσε.
Αν και προσωπικά διαφωνώ με την καμπάνια «είμαστε όλοι μαϊμούδες», χαιρετίζω με ενθουσιασμό την συλλογικότητα και την αλληλεγγύη που έδειξαν όλοι οι αθλητές προς τον συναθλητή τους. Η διαφωνία μου έγκειται κυρίως στο ότι ΔΕΝ είμαστε όλοι μαϊμούδες, αλλά άνθρωποι. Μπορεί να προερχόμαστε από τις μαϊμούδες, αλλά υποτίθεται ότι έχουμε εξελιχθεί ως είδος. Με το να παραδεχόμαστε ότι παραμένουμε μη εξελιγμένα όντα, έστω και για να προωθήσουμε μια ενέργεια τόσο ιερή, ουσιαστικά δίνουμε πάτημα σε όσους δεν έχουν καταλάβει την βαρύτητα του ζητήματος ακόμα και να σπάσουν πλάκα με αυτό.
Γιατί, οκ, έχει και την πλάκα του να βλέπεις αθλητές είδωλα να τρώνε τη μπανανίτσα στους και να χαμογελούν στον φακό. Όμως, ταπεινή μου γνώμη και με όλο το περιθώριο λάθους, σε αυτό το ζήτημα δεν χωράει πλάκα. Η πλάκα δίνει αβάντα σε τέτοιες συμπεριφορές. Αυτό που χρειάζεται είναι άμεσα δράση και αντίδραση. Ενέργεια και όχι συνέργεια.
Όπως αυτό που έκανε η διοίκηση της Βιγιαρεάλ. Όπως αυτό που έκανε ολόκληρη η Ομοσπονδία του NBA. Το μεγαλύτερο και πιο προβεβλημένο πρωτάθλημα του κόσμου, με τα τόσα φώτα και τα εκατομμύρια που πέφτουν στα πόδια αθλητών, παραγόντων και διαφημιστικών εταιρειών, είχε αντανακλαστικά και τα έβαλε με μια ολόκληρη οικονομική αυτοκρατορία, αντιτιθέμενη σε ρατσιστικά σχόλια σε βάρος αθλητών.
Ο ιδιοκτήτης των LA Clippers, Ντόναλντ Στέρλινγκ είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος τις τελευταίες ημέρες, έπειτα από το ρατσιστικό του παραλήρημα, το οποίο ήρθε στο φως μετά την δημοσιοποίηση ηχογραφημένων συνομιλιών του που καταφερόταν με προσβλητικό τρόπο για τους έγχρωμους αθλητές.
Αμέσως, οι αντιδράσεις ήταν τέτοιες που δεν θα περίμενε κανείς. Οι ίδιοι οι παίκτες της ομάδας –ναι, αυτοί που παίρνουν τα τρελά εκατομμύρια – αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μια σιωπηλή, αλλά, ταυτόχρονα, εκκωφαντική διαμαρτυρία. Παρ’ όλο που οι ομάδες βρίσκονται στην περίοδο των play off, οι παίκτες των Clippers δεν προπονήθηκαν πριν από τους αγώνες απέναντι στους Golden State Warriors, ενώ αποφάσισαν να αγωνιστούν με τις φανέλες ανάποδα, προκειμένου να μην φαίνεται το σήμα της ομάδας τους, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την αντίδρασή τους προς τον πρόεδρό τους.
Και όσοι βιαστούν να πουν «σιγά, έβαλαν ανάποδα τη φανέλα και του έκαναν τα μούτρα κρέας, έτσι κι αλλιώς, τα εκατομμύρια που παίρνουν τους ενδιαφέρουν μόνο», όπως ακούστηκε από πολλούς, ας σκεφτούν πόσοι από τους δικούς μας ακριβοπληρωμένους αστέρες εξέφρασαν έστω και μία φορά την αντίθεσή τους σε όσα κάνουν οι πρόεδροί τους που δυναμιτίζουν σε κάθε ευκαιρία το κλίμα.
Το ζήτημα με τον Στέρλινγκ, όμως, δεν έμεινε εκεί. Τους παίκτες των Clippers ακολούθησαν συμβολικά και παίκτες άλλων ομάδων, εκφράζοντας την συμπαράστασή τους, η κατακραυγή του κόσμου στα κοινωνικά δίκτυα ήταν τεράστια, παίκτες «θρύλοι», ανάμεσα στους οποίους ο «Μάτζικ» Τζόνσον εξέφρασαν ανοιχτά την αντίδρασή τους, ενώ το θέμα έφτασε μέχρι και στον Λευκό Οίκο με τον Μπαράκ Ομπάμα να παίρνει θέση.
Το διοικητικό συμβούλιο των Clippers διαχώρισε τη θέση του, οι φίλαθλοι επιτέθηκαν με κάθε δυνατό τρόπο στο ρατσιστικό παραλήρημα του ιδιοκτήτη της ομάδας που υποστηρίζουν, ο ίδιος ο Στέρλινγκ, που είναι γνωστός για τις «πικάντικες» διασκεδάσεις του, έφαγε «πόρτα» ακόμα και από οίκους ανοχής που επισκεπτόταν συχνά, ενώ το κερασάκι στην τούρτα ήρθε από την διοργανώτρια αρχή του Πρωταθλήματος.
Η απόφαση ήταν πρωτοφανής και δημιουργεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα στη μάχη κατά του ρατσισμού. Ο Στέρλινγκ αποβλήθηκε ισοβίως από το NBA, δεν θα έχει δικαίωμα να παρακολουθήσει ούτε προπόνηση που έχει σχέση με το άθλημα, ενώ, ταυτόχρονα, θα πληρώσει και πρόστιμο 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων! Παράλληλα, έχουν ήδη ξεκινήσει οι διαδικασίες από αρμόδια επιτροπή που αποτελούν ιδιοκτήτες ομάδων για να κινηθούν οι νομικές διαδικασίες για την καθαίρεσή του από τους Clippers.
Μόνο ως χαρμόσυνο μπορεί να ακουστεί το νέο, έστω κι αν πρόκειται για ενέργειες απέναντι σε έναν 83χρονο που πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Και μόνο το γεγονός ότι μια ολόκληρη ομοσπονδία σε ένα άθλημα όπου διακινούνται εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια προχώρησε σε μια τέτοια κίνηση, μόνο ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μπορεί να φέρει.
Είναι γεγονός ότι ο ρατσισμός δεν εξαλείφεται τόσο εύκολα και πως πρόκειται για μία επίπονη και δύσκολη διαδικασία. Αν, ωστόσο, υπάρξουν άνθρωποι από αυτούς που συνηθίζεται να λέμε ότι «κινούν τα νήματα» που θα ηγηθούν μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι τουλάχιστον από το χώρο του αθλητισμού θα υπάρξει μία θωράκιση της προσπάθειας.
Σκεφτείτε –λέω εγώ τώρα – την ώρα που στο ΟΑΚΑ ή το ΣΕΦ στους τελικούς του Πρωταθλήματος οι φίλαθλοι πετούν μπανάνες στον Γκιστ ή τον Πέτγουεϊ, ο Σπανούλης ή ο Διαμαντίδης να διακόψουν τον αγώνα, πάνε στον πάγκο τους, μιλήσουν για τρία δευτερόλεπτα –δεν χρειάζεται περισσότερο – με τους προπονητές τους, σκύψουν στη συνέχεια στο αυτί του διαιτητή και του ανακοινώσουν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από το παιχνίδι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την προσβολή προς το πρόσωπο των συναθλητών τους.
Ακόμα πιο ιδανικό – έως και ρομαντικό, το παραδέχομαι – θα ήταν αν ο Διαμαντίδης πάρει την ομάδα και φύγει από το… ΟΑΚΑ ή ο Σπανούλης κάνει το ίδιο στο ΣΕΦ. Γιατί επικεντρώνομαι σε αυτούς τους δύο; Μα αυτοί είναι που «παίρνουν τα εκατομμύρια» και που είναι τα τοτέμ στις ομάδες τους. Σκεφτείτε μόνο δύο αθλητές που έχουν κερδίσει τα πάντα και που κατά γενική ομολογία οι πρόεδροί τους «τρέμουν» την πιθανότητα να ξενερώσουν και να σηκωθούν να φύγουν, να έδιναν οι ίδιοι το σύνθημα να αλλάξουμε την νοοτροπία μας.
Αν οι ίδιοι οι αθλητές που θίγονται απαιτούσαν από τις διοικήσεις των ομάδων τους να εντοπιστούν οι υπαίτιοι τέτοιων ενεργειών και να τιμωρηθούν με ισόβιο αποκλεισμό σε ένδειξη της διάθεσης να καταπολεμηθούν τέτοια φαινόμενα.
Ξέρω, πολλοί γελάτε. Καταλαβαίνω. Δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα. Ποτέ δεν ήταν. Αν λέω αυτά, είναι γιατί πέρα από επαγγελματίας, ποτέ δεν ξεχώρισα σε κανένα επίπεδο την ανθρώπινη πλευρά του κάθε χαρακτήρα. Και στον επαγγελματικό τομέα, είμαστε όλοι, ιδιαίτερα σε μια περίοδο σαν αυτή, διατεθειμένοι να ανεχτούμε πολλά προκειμένου να διασφαλίσουμε την επιβίωση. Πολλά, όχι όμως όλα. Η αξιοπρέπεια και ο σεβασμός δεν αντικαθίστανται με όσα μηδενικά και αν έχει η μισθοδοσία μας.
Το ίδιο ισχύει και για τους «ακριβοπληρωμένους». Δεν ξέρω μέχρι πότε θα είναι διατεθειμένοι αθλητές που «παίρνουν τα εκατομμύρια» να ακούν τόσα για τη μανούλα τους και τα παιδιά τους και να μην αντιδρούν. Τα όρια του καθενός είναι άγνωστα.
Αν, παρ’ όλα αυτά, οι «κόκκινες γραμμές» ξεπεραστούν, θέλω να ξεκαθαρίσω πως μπορεί να μην πω ευθέως «να γειάσει το χέρι σου, ρε Σόφο», αλλά για να είμαι ειλικρινής, θα τον υπερασπιστώ με όποιο τρόπο μου επιτρέπεται.