Η ζωή, ωστόσο, κυλάει σαν νεράκι και έτσι έφτασε μια μέρα που κοιτώ το ημερολόγιο και σημαδεύω μια σημαντική ημερομηνία, 30 ολόκληρα χρόνια πίσω! Κι αν η αίσθηση ότι ο χρόνος δεν κάνει ούτε σε μένα τον… άφθαρτο, το χατίρι να παγώσει, η συγκεκριμένη ανάμνηση είναι από τις πιο γλυκές, από εκείνες που δε σε πειράζει που την έζησες. Γιατί την θυμάμαι σαν τώρα κι ας ήμουν παιδί 7 χρονών μόλις.
30 χρόνια πέρασαν! 30 ολόκληρα χρόνια από εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ που άλλαξε τη μπασκετική ζωή της χώρας για πάντα. Για κάποιους, άλλαξε τη ζωή τους γενικότερα, γιατί από εκείνη τη μέρα και μετά, πολλές οικογένειες έφαγαν ψωμάκι, ακολουθώντας τον ισχυρό αντίκτυπο που είχε η επιτυχία των παικτών του Κώστα Πολίτη.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από εκείνο το βράδυ. Κάθε χρόνο κάτι γράφω και πάντα κάτι ξεχνώ. Αυτά που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η προσμονή για το παιχνίδι και η απερίγραπτη χαρά που υπήρχε στην ατμόσφαιρα μετά και την τεράστια νίκη με την πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία στον ημιτελικό. «Κι εδώ που έφτασαν, είναι άθλος!», έλεγε ο ένας γείτονας. «Τι λες, ρε; Θα τους κάνει αλοιφή ο Γκάλης. Θα βάλει 50 πόντους και θα νικήσουμε!», απαντούσε ο άλλος.
Χαρά. Απεριόριστη, αγνή, φίλαθλη χαρά. Αυτό ήταν το συναίσθημα. Και το βράδυ… όταν ήρθε η ώρα να αρχίσει ο αγώνας. Ο πατέρας που αγαπούσε πάντα τα “αθλητικά”, αλλά ποτέ δε φανατιζόταν, κάτι που μετέδωσε με επιτυχία και στους δυο γιους του, είχε πάρει πρώτη θέση μπροστά από την τηλεόραση.
«Έλα, έχουμε σπουδαίο αγώνα», είπε και… χοπ, με έναν πήδο, ο εφτάχρονος πιτσιρικάς χώθηκε στην αγκαλιά του. Η μάνα, αφού κοίμισε τον μικρό, έφτιαξε μεζεδάκια και τα έφερε να τσιμπολογάμε καθώς βλέπαμε τον αγώνα. Έκατσε κι εκείνη μαζί μας, στην άκρη του κρεβατιού, για να έχει και το νου τις στο διπλανό δωμάτιο που κοιμόταν το άλλο παιδί.
Ο αγώνας ξεκινά. Ο κόσμος έχει γεμίσει το ΣΕΦ. «Τίποτα, τίποτα, δεν μας σταματά…». Η περιγραφή του Συρίγου. Χρόνια αργότερα, έχει ταυτιστεί με εκείνη τη βραδιά. Και απόψε, στην γιορτή θα λείπει. Άτιμε χρόνε, άτιμη αρρώστια.
«Μπαμπά, θα μας κερδίσουν. Αυτοί είναι πολύ δυνατοί», λέει ο πιτσιρικάς, βλέποντας τα τεράστια κορμιά των αντιπάλων. «Το παλεύουμε, αγόρι μου. Κι αν δεν τα καταφέρουμε, είναι πολύ σημαντικό που φτάσαμε ως εδώ. Αλλά, ακόμα το παλεύουμε», απαντούσε ο μπαμπάς.
Ο αγώνας τελειώνει, οι Σοβιτετικοί είναι μπροστά. Ο Γιαννάκης κάνει το πέμπτο φάουλ. «Όχι, όχι ο Παναγιώτης…». Η αγωνία συνεχίζεται. Ο Ανδρίτσος κερδίζει το φάουλ του Τσκατσένκο και πάει στις βολές. Τις βάζει και τις δυο. Οι Σοβιετικοί έχουν τη μπάλα, προσπαθούν να φάνε όλο το χρόνο. Ο Βάλτερς σουτάρει. «Όχι, πάμε, πάμε τώρα!». Ο Ιωάννου… το χάνει… οι Σοβιετικοί τρέχουν στο γήπεδο… ο Βάλτερς σκοράρει… «Όχι…! Όχι, έτσι!». Αγωνία… Οι διαιτητές κοιτούν το χρονόμετρο. Δεν μετράει! Θα πάμε στην παράταση!
Χαμόγελα ξανά. «Μπαμπά, θα τους κερδίσουμε, ε;». Χαμόγελο μέσα από τα μουστάκια του. «Τώρα, παιδί μου, θα τους κερδίσουμε σίγουρα».
Παράταση. Ο χρόνος κυλά. Οι δυο ομάδες κοντά στο σκορ. Ο Γκάλης χορεύει. 89-93! Θα τους κερδίσουμε, λέμε! Ο Βάλτερς απαντά με τρίποντο. «Κάτσε, κάτσε, έχει δρόμο ακόμα».
Μπαίνουμε στο τελευταίο λεπτό. Ο Γκάλης τη μπάλα… στον Χριστοδούλου… προσποίηση και πάσα ξανά στον Γκάλη…. Τι καλάθι, Θεέ μου!
Χοροπηδάω πάνω στο κρεβάτι. Με αγκαλιάζει και ο μπαμπάς. Τελειώνει και είμαστε μπροστά. Θα γίνουμε Πρωταθλητές. Θα γίνουμε; «Όχι τρίποντο! Όχι τρίποντο!», φωνάζει ο Συρίγος, φωνάζουμε κι εμείς, φωνάζει και όλη η Ελλάδα. Ο Γιοβάισα δεν καταλαβαίνει και σκοράρει. 101-101.
«Τι γίνεται τώρα, μπαμπά; Και πάλι θα κερδίσουμε, έτσι δεν είναι;». Αγωνία. «Σσσς… κάτσε τώρα είναι το πιο κρίσιμο». Η μπάλα στον Γκάλη. Έτσι πρέπει. Κλείστηκε. Στον Ανδρίτσο. Στον Ιωάννου. Μια ακόμα ευκαιρία! Όχι… ο Καμπούρης το ριμπάουντ. Φάουλ! Δυο βολές!
«Ναιαιαιαι!», Θα κερ-δι-σουμε, θα κερ-δι-σουμε!», χοροπηδάω ξανά. Ο μπαμπάς ανασηκώνεται, σαν η αγωνία να τον μαγνητίζει πιο κοντά στην τηλεόραση. Ο Γιαννάκης μπουκάρει στο γήπεδο. Με το ζόρι τον τραβούν έξω. Ο Συρίγος παραληρεί: «Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά. Πραγματικά, είμαστε τόσο κοντά. Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα. Αργύρης Καμπούρης. 101-102! Και μόνο 4 δευτερόλεπτα!». Οι παίκτες αγκαλιάζονται. Οι φίλαθλοι αγκαλιάζονται. Εγώ αγκαλιάζω το μπαμπά. «101-103! Θέλει προσοχή! Ο Βάλτερς… για τον Γιοβάισα σουτ τριών πόντων… και η μπάλα έξω! Είναι το τέλος!».
Ναιαιαιαιαιαι! Πανηγύρια, χαρές αγκαλιές! Η Ελλάδα είναι Πρωταθλήτρια Ευρώπης! Ο κόσμος στους δρόμους. Πανηγύρια, κόρνες, αγκαλιές. Ο γείτονας έχει βγει στο μπαλκόνι με την καραμπίνα και ρίχνει στον αέρα. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι!
Την επόμενη μέρα οι μαθητές έδιναν Πανελλήνιες. Είμαι σίγουρος ότι κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Και όχι από την αγωνία του. Είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες βγήκαν στους δρόμους για να γιορτάσουν κάτι μη πολιτικό. Και ήταν όλοι μαζί ενωμένοι. Αγκαλιασμένοι και μονιασμένοι.
Τίποτα δεν μας σταμάτησε. Τίποτα δεν έμεινε το ίδιο. Από εκείνη τη μέρα όλοι βγήκαν στους δρόμους με μια πορτοκαλί μπάλα. Τα σχολεία και οι γειτονιές γέμισαν μπασκέτες. Και ήρθαν και άλλες επιτυχίες. Και ήρθαν και άλλοι τίτλοι. Και κάθε φορά είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Και σήμερα… τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά, αυτός ο πιτσιρικάς που τότε πανηγύριζε στην αγκαλιά του μπαμπά του, είναι ένας άνδρας που έχει αρχίσει να γκριζάρει πια. Ο μπαμπάς είναι ένας συμπαθής γεράκος που παλεύει εδώ και κάποια χρόνια με την αρρώστια. Αλλά την παλεύει σαν θηρίο. Και είναι αποφασισμένος να βγει νικητής. Ο πιτσιρικάς είναι πια ο ίδιος μπαμπάς και ελπίζει μια μέρα να κρατάει τον δικό του γιο στην αγκαλιά του και να του διδάσκει πως όσο αγωνιζόμαστε και παλεύουμε, τα θαύματα δεν είναι πολύ μακριά από μας.
Μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, θα μετρώ τα λεπτά. Απόψε θα τους συναντήσω όλους ξανά. Ή… σχεδόν όλους, μια που ούτε φέτος θα καταφέρουμε να τους μαζέψουμε όλους μαζί. Θα βρεθώ ανάμεσά τους, θα τους κοιτώ στα μάτια και θα έχω την ευκαιρία να τους πω από κοντά ένα μεγάλο «ευχαριστώ». Δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί. Ξέρουν αυτοί.
Για μένα, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, το μόνο βίντεο που θα βλέπω είναι το παρακάτω. Και τα δάκρια δεν θα λείπουν ποτέ από τα μάτια.
*Τη φωτογραφία τη δανείστηκα από το Διαδίκτυο.