«Ιστορίες μπασκετικής φαντασίας»: «Ρε, χάνουμε από τους –ίτζε!»

Written by  Αυγ 26, 2017

Λίγες μέρες πριν το Ευρωμπάσκετ και μερικές ώρες μετά την ήττα από τη Γεωργία στο τουρνουά “Acropolis” που παρουσίασε εμφανείς αδυναμίες της Εθνικής, ο Μαρίνος Γεωργιόπουλος και οι «Ιστορίες μπασκετικής φαντασίας» επιστρέφουν για να δώσουν μια… διαφορετική νότα στην προετοιμασία.

Ο άνθρωπος… ειδικών αποστολών, Μπάμπης Σταμπαλίδης, αναλμβάνει με τον δικό του τρόπο να αλλάξει την εικόνα της ομάδας. Θα τα καταφέρει;

 

 

Η ώρα ήταν 23.15 το βράδυ, που η Εθνική μας έχασε σε ένα ακόμα φιλικό προετοιμασίας. Αυτή τη φορά με αντίπαλο τη Γεωργία. Το μέρος, ο πέμπτος όροφος μιας ταλαιπωρημένης πολυκατοικίας στα Σεπόλια.

Ο Μπάμπης Σταμπαλίδης βρισκόταν σε μια γνώριμη για αυτόν θέση. Στη μέσα πλευρά ενός ανοιχτού παραθύρου κρατώντας από την γραβάτα έναν λιμοκοντορο, που κρεμόταν από έξω, έχοντας κάτω από τα πόδια του 5 ορόφους απόλυτου κενού. Ο εν λόγω λιμοκοντορος ήταν ένας από τους δεκάδες, κατ' ευφημισμόν, δημοσιογράφους του ίντερνετ, που είχαν την ατυχή έμπνευση να πιάσουν στο στόμα τους το αγαπημένο παιδί του Μπάμπη.

«Μίλα ρε μπαγλαμά!» Βρυχηθηκε ο Μπάμπης «θα ξαναπιασεις στο στόμα σου το Γιαννάκη;»

«Όχι Μπάμπη μου! Στ ορκίζομαι Μπάμπη μου»

Το διόλου ευκαταφρόνητο μέγεθος του Σταμπαλίδη, σχεδόν είχε φρακάρει στο ανοιχτό παράθυρο. Συνεχίζοντας να κρατάει τη γραβάτα με το ένα χέρι, σκούπισε την γυαλιστερή καράφλα του, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, με το άλλο. «Έτσι μου ρχεται να σε πετάξω κάτω για παραδειγματισμο πατριδοκάπηλε!»

«Όχι ρε Μπάμπη! Σε παρακαλώ! Δεν πίστευα αλήθεια ότι φταίει το παιδί, που δε θα παίξει στο Ευρωμπάσκετ. Καμιά διαφημισούλα παραπάνω είπαμε να πουλήσουμε. Αφού το ξέρεις, πουλάει ο Αντετοκουμπο».

«Ρε μη με διαολίζεις λέμε!» Άφησε την γραβάτα να του γλιστρήσει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και την ξαναπιασε για να δωθει η πρέπουσα έμφαση. Στη συνέχεια διέκοψε το παρατεταμένο ουρλιαχτό του λιμοκοντόρου λέγοντας «Επανέλαβε μετά από μένα : Όταν ένας αθλητής πονάει, πονάει. Τελεία και παύλα. Γκεγκε;»

«Πονάει Μπάμπη μου! Πονάει!»

«Ο Γιάννης Αντετοκουμπο ήταν, είναι και θα είναι πολύτιμο μελός της Εθνικής Ομάδας!»

«Ο Γιάννης Αντετοκουμπο ήταν, είναι και θα είν...»

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η χαρακτηριστική εισαγωγή του Final Countdown. Ο Σταμπαλιδης, χωρίς να αφήσει τον λιμοκοντόρο – που πάλευε να γαντζωθεί από το παράθυρο, σαν Ρουβίτσα, που προσπαθεί να πάρει αυτόγραφο – έψαξε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού και ψαρεψε το κινητό του.

«...πολύτιμο μέλος της Εθνικής Ομ...» συνέχιζε να παπαγαλίζει ο ταλαντευομενος επίδοξος δημοσιογράφος.

«Σκάσε ρε γκασμά. Δε βλέπεις ότι μιλάω;» του γαυγισε ο Μπάμπης, πριν απαντήσει στην κλήση. «Έλα προεδράρα μου! Τι μου γινεσαι; Όχι. Όχι δεν ενοχλείς. Να εδώ... αμολάω χαρταετό για να περάσει η ώρα. Κάτσε... κάτσε να σε βάλω ανοιχτή ακρόαση, γιατί πιάστηκε το χέρι μου». Ακούμπησε το κινητό δίπλα του και τράβηξε τον κατά φαντασίαν δημοσιογράφο μέσα, ακουμπώντας τον στο περβάζι του παραθύρου, σαν σακί με πατάτες.

«Έλα ρε Πρόεδρε λέγε. Είμαι όλος αυτιά»

«Μπάμπη είναι σοβαρά τα πράγματα. Σταμάτα να παίζεις τις κουμπάρες με ανθρωπάκια και έλα από το γραφείο. Σε χρειάζομαι».

Ο Σταμπαλιδης χαμογέλασε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο πρόεδρος μαντευε ακριβώς τι έκανε, χωρίς να του 'χει πει κουβέντα.

«Πρόεδρε μην ανησυχείς. Είναι όλα υπό έλεγχο».

«Τι υπό έλεγχο ρε Σταμπαλίδη; ΡΕ ΧΑΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ -ΙΤΖΕ! Καταλαβαίνεις;»

Ο Μπάμπης καταλάβαινε. Το ίδιο και ο λιμοκοντόρος. Το ίδιο και όποιος βρισκόταν σε ακτίνα είκοσι μέτρων από το ηχείο του τηλεφώνου. Ο πρόεδρος ούρλιαζε. Ο πρόεδρος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος, που ο Μπάμπης άφηνε να του μιλάει με αυτό το ύφος. «Πρόεδρε μη μου συγχύζεσαι  και είσαι και σε ηλικία εμφράγματος» απάντησε με τον πιο καθησυχαστικό του τόνο. «Είναι όλα μέρος του σχεδίου. Μόλις ξεμπερδέψω με τον... χαρταετό, φεύγω κατευθείαν για αεροδρόμιο. Έχω ήδη βγάλει εισιτήρια για Φιλανδία. Δε χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα».

Το μόνο που ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής, ήταν μια παρατεταμένη σιωπή, που ο Μπάμπης ήξερε ότι αντιστοιχούσε σε έναν βαθύ, διακριτικό αναστεναγμό ανακούφισης. «Εντάξει Μπάμπη. Κράτα με ενήμερο» είπε μετά από λίγο ο πρόεδρος και έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να χαιρετίσει.

«Ξέρεις...» είπε ο Μπάμπης με τον πιο ανέμελο τρόπο, γυρίζοντας στον λιμοκοντορο, που είχε ζαρωσει όσο περισσότερο μπορούσε, στην προσπάθειά του να προσομοιώσει χαλάκι μπάνιου. «Μόλις τώρα το συνειδητοποίησα. Δεν έπρεπε να έχεις ακούσεις τίποτα από όλα αυτά».

 


To be continued...

Μαρίνος Γεωργιόπουλος

"Όποιος δεν μπορεί να κάνει, διδάσκει" λέει η γνωστή λαϊκή ρήση. Όποιος δεν μπορεί να κάνει, γράφει, θα συμπληρώσω εγώ.

 
10 χρόνια παρά κάτι μήνες. Τόσο μου πήρε από την 1η δημοτικού μέχρι τα μέσα λυκείου για να το πάρω απόφαση ότι δεν το 'χω ρε παιδάκι μου και να σταματήσω να ταλαιπωρώ διάφορες συνοικιακές ομάδες, προπονητές και τον εαυτό μου. "Εσύ ΔΕ θα σουτάρεις" μου είπε ο τελευταίος μου προπονητής σε έναν αγώνα μετά από ένα air-ball και 2 τούβλα περιοπής.
 
Εεε κάπου εκεί το συνειδητοποίησα. Δεν κάνω για μπάσκετ. Έλα όμως που μου άρεσε το άτιμο το άθλημα! Και μου άρεσε πολύ! Τι να κάνεις λοιπόν; Έγινα και εγώ φίλαθλος μπασκετικός. Κόσμιος και πιστός σε ένα περιβάλλον τίγκα στους ποδοσφαιρόφιλους και έψαχνα να βρω άνθρωπο με το τουφέκι να πω καμιά κουβέντα για pick n roll, box out και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα.
 
Τελικά τον βρήκα τον άνθρωπο και όχι μόνο μπόρεσα να τα συζητάω, αλλά μου έδωσε και - ένας Θεός ξέρει γιατί! - βήμα να τα γράφω κιόλας. Εδώ είμαι λοιπόν. Να μιλάμε για μπάσκετ... και μέχρι να βρεθεί ένας προπονητής (της εξέδρας) να μου πει "Εσύ ΔΕ θα γράφεις!", λέω να κάνω το παιδικό μου όνειρο καθημερινότητα και να συνεχίσω να "σουτάρω".

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.