Τις τελευταίες 12 ώρες ο Σταμπαλίδης είχε δοκιμάσει τα πάντα. Βραστά αυγά στις μασχάλες, τανάλιες, πένσες, ηλεκτροσόκ. Μόνο με ultrex δεν τον είχε λούσει. Ο Μιχαλάκης ο Σουγιάς, όμως, ήταν σκληρό καρύδι. Δεν είχε πει κουβέντα.
Οι ήχοι από το συρτάκι, απ’ τον πάνω όροφο της ταβέρνας «Η Ωραία Ελλάς», που αφενός ψυχαγωγούσαν τους πελάτες του ξαδέρφου του, αφετέρου κάλυπταν τα ουρλιαχτά του Σουγιά κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχαν αρχίσει να χαμηλώνουν.
Το κρεμαστό ρολόι-αντίκα στον τοίχο έδειχνε περασμένες τρεις και ο Σταμπαλίδης έμοιαζε να είναι σε αδιέξοδο. Πέταξε εκνευρισμένος την τανάλια που κρατούσε στο τραπέζι με τα υπόλοιπα «εργαλεία» του. Ο οξύς μεταλλικός ήχος της ενέτεινε τον ολοένα αυξανόμενο πονοκέφαλό του. Άναψε τσιγάρο.
«Είσαι σκληρό καθίκι, Μιχαλάκη. Αυτό στο αναγνωρίζω.»
Ο Σουγιάς δεν έκανε καμία προσπάθεια να απαντήσει. Εδώ και κάμποση ώρα φύλαγε όλη του την ενέργεια μόνο και μόνο για να μη χάσει τις αισθήσεις του.
«Δεν ήθελα να φτάσουν εκεί τα πράγματα, αλλά δε μου αφήνεις άλλη επιλογή...»
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του πουκαμίσου του και πήρε τον ξάδερφό του.
«Έλα ρε Τάσο, τι γίνεται πάνω;»
«Όπου να’ ναι κλείνω, φεύγουν και οι τελευταίοι. Κάτω;»
«Τα ίδια.»
«Σκατά»
«Άκου. Μόλις κλείσεις, θέλω να μου κατεβάσεις μια μικρή τηλεόραση και ό, τι DVD έχεις από την Εθνική Ποδοσφαίρου.»
Για λίγες στιγμές απόλυτη ησυχία στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι»
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;»
«Όχι.»
«Ρε Μπάμπη... Ξέρω ότι είναι σημαντικό, αλλά... μήπως το παρατραβάς;»
«Απλά φέρε ότι σου ζήτησα.»
Έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε στον Σουγιά.
«Για πε μου ρε Μιχαλάκη, σ’ αρέσει το ποδόσφαιρο;»
Ο Σουγιάς δεν απάντησε, αλλά σήκωσε παραξενέμενος το βλέμμα του.
«Και επειδή είστε και γκασμάδες εδώ στο Αμέρικα, για να μη γίνουν παρεξηγήσεις, όταν λέω ποδόσφαιρο, εννοώ ποδόσφαιρο όπως το ξέρει όλος ο κόσμος, όχι το Ράγκμπι που εννοείτε εσείς.»
Ο Σουγιάς εξακολουθούσε να τον κοιτάει χωρίς να καταλαβαίνει που το πάει.
«Δε θες να μιλήσεις; Ωραία, μη μιλάς. Στ’ αρχίδια μου και μένα και δυο αυγά Τουρκίας. Άκου λοιπόν τι θα γίνει. Θα σου φέρω εδώ κάτω που σε έχω μόνο σου και βαριέσαι μια τηλεορασίτσα... και θα σε αφήσω να δεις μπάλα.»
Ειλικρινές βλέμμα απορίας.
«Τώρα... πρέπει να καταλάβεις ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα ωραίο άθλημα. Ο βασιλιάς των σπορ. Βραζιλίες, Αργεντινές, Champion’s League… Μιλάμε για θέαμα, όχι μαλακίες. Αλλά... εσύ φίλε μου, δε θα δεις τίποτα από όλα αυτά. Όχι, όχι, όχι... Εσύ θα δεις αποκλειστικά και μόνο παιχνίδια της δικής μας της Εθνικάρας!»
Ο Σταμπαλίδης τώρα είχε ένα χαιρέκακο χαμόγελο, που παρόλο που ο Σουγιάς δεν μπορούσε να το αποκωδικοποιήσει, τον τρόμαζε.
«Και βέβαια... δε θα σε βάλω να δεις το Euro του ‘04 ή το Mundial το φετινό... Όχι, όχι.. για σένα έχω ετοιμάσει κάτι σπέσιαλ!»
Οι κόρες στα μάτια του Σουγιά είχαν διασταλεί σε μια έκφραση απόλυτου τρόμου, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.
«Εσύ...» συνέχισε απτόητος ο Σταμπαλίδης, «... θα δεις τα προκριματικά!» είπε θριαμβευτικά και η απειλή πλέον ήταν ξεκάθαρη στη φωνή του. «33 ωρίτσες υλικό. Είμαι σίγουρος ότι θα το απολαύσεις.»
Έσβησε το τσιγάρο του και έκανε να φύγει. Κοντοστάθηκε στην πόρτα. «Όταν θα είσαι έτοιμος να μιλήσεις, απλά ούρλιαξε. Θα είμαι επάνω.»
Συνεχίζεται...