Μια καλοκαιρινή βραδιά του ‘87

Written by  Ιουν 14, 2014

Για κάτι τέτοιες καλοκαιρινές βραδιές είναι που αξίζει να περιμένεις όλη τη χρονιά. Η γειτονιά έχει αποκοιμηθεί και οι ελάχιστοι θόρυβοι που ακούγονται είναι από τα σκυλιά που ερωτοτροπούν υπό το φως της πανσελήνου και οι τηλεοράσεις σε γειτονικές βεράντες που, παρόλο που έχουν χαμηλώσει αρκετά την έντασή τους λόγω του περασμένου της ώρας, δίνουν έναν γλυκό dolby surround ήχο μετάδοσης του τελευταίου χρονικά ποδοσφαιρικού αγώνα για την δεύτερη ημέρα του Μουντιάλ.



Χαλαρός στην ηρεμία του μπαλκονιού, χωρίς φως, παρά μόνον από την οθόνη του υπολογιστή, με ένα ποτήρι δροσερή σπιτική λεμονάδα για συντροφιά, έχω γυρισμένη την τηλεόραση προς τα έξω και που και που
ρίχνω κλεφτές ματιές στον αγώνα όπου η ομάδα της Χιλής κάνει πλάκα στα δύσμοιρα «καγκουρό» της Αυστραλίας. Νωρίτερα, ομολογώ, απόλαυσα την εκπληκτική παράσταση των «οράνιε» που διέλυσαν την Ισπανία με το επιβλητικό 5-1 και πήραν εκδίκηση για τον χαμένο τελικό του 2010.

Έναν τελικό που τον θυμάμαι για δύο γεγονότα που δεν είχαν σχέση με το αγωνιστικό του κομμάτι. Το ένα είχε να κάνει με μια ιδιαίτερα μεγάλη ρήξη που συνέβη νωρίτερα εκείνη τη μέρα στη δουλειά και σηματοδότησε την απαρχή της αποχώρησής μου από την πιο καλά αμειβόμενη συνεργασία μου ακόμα και μέχρι σήμερα στην καριέρα μου. Το δεύτερο είχε να κάνει με το γεγονός ότι στο ημίχρονο εκείνου του κατά τα άλλα όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακού τελικού, η μισή καφετέρια που βρισκόμασταν για να τον
παρακολουθήσουμε πανηγύριζε γιατί μόλις είχε ανακοινωθεί η μεταγραφή του Βασίλη Σπανούλη στον Ολυμπιακό.

Ήταν η βραδιά που άλλαξε τον ρου της σύγχρονης ιστορίας των «ερυθρολεύκων» και, παρ’ όλα αυτά δεν θα την θυμόμουν, αν δεν την είχα συνδυάσει με το ημίχρονο του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού γεγονότος του πλανήτη. Άλλωστε, η βραδιά είναι συνδυασμένη με άλλο γεγονός που μας άλλαξε πραγματικά την αθλητική μας ζωή –και για κάποιους όχι μόνο.

Κοιτώ το ρολόι. Πέρασε η ώρα και έχουμε και πρωινό ξύπνημα. Ας ρίξω μια τελευταία ματιά στο Facebook μήπως και μου έχει στείλει κανείς τίποτα ενδιαφέρον κι ας πέσουμε για ύπνο. Χαζεύω τα ποσταρίσματα.Χαζοτράγουδα, καψουροσχόλια, δημοσιογράφοι που ακόμα και στα βαθιά μεσάνυχτα θεωρούν ότι έχουν υποχρέωση να ενημερώσουν για το ότι «1-0 η Χιλή», «Δεύτερο γκολ από τη Χιλή μέσα σε διάστημα λίγων λεπτών», λες και όλοι όσοι είναι ακόμα ξύπνιοι, αν ήθελαν να το πληροφορηθούν δεν θα είχαν ανοιχτή την τηλεόραση.

Ωπ! Τι έγινε εδώ; Ο Μεγάλος Νίκος Γκάλης το ποστάρισε! Ναι, ήταν ο πρώτος. Πιστός στο ραντεβού του. Όπως τότε. Ναι, όπως πριν από 27 ολόκληρα χρόνια. Ήταν εκεί μαζί με τα άλλα παιδιά, να μας χαρίσουν μια
βραδιά που κανείς από όσους τη ζήσαμε δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ.Ναι, αυτή είναι μια βραδιά να τη θυμάσαι.

Ήμουν μόλις 7ετών, αλλά τη θυμάμαι σαν να την ζω ακόμα. Καλοκαίρι,βράδυ, τα σχολεία είχαν ήδη κλείσει και οι διακοπές μας μόλις είχαν ξεκινήσει. Από νωρίς η μέρα φαινόταν ιδιαίτερη. Δεν έχω πολλές εικόνες από το πριν όσο από το κατά τη διάρκεια και, φυσικά, μετά το τέλος του αγώνα. Η μητέρα μου είχε φτιάξει μεζεδάκια και ο πατέρας μου με πήρε αγκαλιά, όπως συνήθιζε πάντα, και μου είπε, «Έλα, πάμε να δούμε τον Γκάλη και το Γιαννάκη. Θα πάρουν το Κύπελλο σήμερα!».

Θα μου πεις, εφτά χρονών παιδί σιγά μην ήξερα σχεδόν τρεις δεκαετίες πίσω ποιος είναι ο Γκάλης και ποιος ο Γιαννάκης και ποιο το Κύπελλο. Κι όμως. Αυτό ήταν το μεγαλείο εκείνων των τύπων. Μπορεί να μην υπήρχε ίντερνετ και γρήγορες τεχνολογίες, υπήρχε, όμως, ο Άρης –κυρίως – και ο ΠΑΟΚ που τις Πέμπτες μας καθήλωναν όλους μέσα στα σπίτια για να τους δούμε στις ευρωπαϊκές τους μονομαχίες.

Τους ήξερα. Όχι μόνο τους ήξερα, αλλά είχα δει και σχεδόν όλο το υπόλοιπο τουρνουά. Θυμάμαι πολύ την νίκη με τους Γιουγκοσλάβους, με τους οποίους έπαιζε ο τεράστιος Ντράζεν Πέτροβιτς -ήδη διάβαζα πολύ «Μπλεκ» για να είμαι
σε θέση να τον γνωρίζω μέσα από τις αφίσες. Ήξερα ότι το να τους νικήσουμε ήταν κάτι πολύ δύσκολο, αλλά ο Γκάλης είχε άλλη άποψη. Πήρε την ομάδα από το χεράκι και με την στόφα του μεγάλου σταρ που είχε, την ανέβασε πολλά επίπεδα, συνδυάζοντας τοδικό του υπερταλέντο με τα απίτευτα αποθέματα καρδιάς που είχαν όλοι οι υπόλοιποι. Τους Γιουγκοσλάβους που στη θύμηση και μόνο της σύνθεσής τους, με πιάνει...ζάλη τους κερδίσαμε όχι μία, αλλά δύο φορές, με αποτέλεσμα, ακόμα και ο Ντράζεν να αναγνωρίσει το μεγαλείο αυτής της ομάδας.

Η δεύτερη ήταν η πιο γλυκιά, αφού ήταν στον ημιτελικό και έτσι, η μικρή μας Ελλαδίτσα είχε την ευκαιρία να τρελάνει την Ευρώπη και τον κόσμο. Θυμάμαι, ότι τη μέρα που μεσολάβησε από τον ημιτελικό με την Γιουγκοσλαβία μέχρι τον τελικό με τη Σοβιετική Ένωση, οι «μεγάλοι» συζητούσαν μόνο αυτό το θέμα. Θυμάμαι εκείνη την όμορφη λάμψη στο βλέμμα του πατέρα μου που, παρόλο που ποτέ δεν φανατιζόταν με τίποτα, πόσο μάλλον με ένα αθλητικό γεγονός, είχε, όμως, μια εικόνα που αντιλαμβανόσουν ότι είχε πραγματικά χαρεί πάρα πολύ.

Βλέπεις, αυτή η λάμψη στα μάτια απλών ανθρώπων του μόχθου και της διαρκούς προπάθειας, όπως ο πατέρας μου, που ήταν και παραμένει ο μόνος πραγματικός ήρωας και οδηγός μου, είναι που καταδείκνυε, ειδικά στα μάτια ενός παιδιού, ότι κάτι πολύ σπουδαίο συνέβαινε. Έτσι, όταν το βράδυ της 14ης  Ιουνίου χώθηκα στην αγκαλιά του για να δούμε μαζί τον αγώνα, που –δεν το ξέραμε εκείνη τη στιγμή, αλλά – άλλαξε την αθλητική μας ζωή, ένιωθα ότι κάνω κάτι πολύ σπουδαίο. Από αυτά που κάνουν οι «άντρες».

Τον είδα ίσως για πρώτη και μοναδική στιγμή να σηκώνεται από τη θέση του όταν ο Ιωάννου επεχείρησε το μπάσιμο που θα έδινε τη νίκη στην ομάδα μας πριν οδηγηθούμε σε παραταση, ένιωσα το «ωχ» της απογοήτευσης στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι το καλάθι των Σοβιετικών στην εκπνοή δεν μέτρησε και το «ουφ» του αναστεναγμού ανακούφισης. Τον είδα να απαντά στον καταιγισμό ερωτήσεων από το 7χρονο ζιζάνιο που ήταν δίπλα του χωρίς να δυσανασχετεί, αλλά που και που, ο οιρμός του χανόταν, αφού όσο η βραδιά περνούσε, τόσο η αγωνία μεγάλωνε.

«Μπαμπά, κερδίζουμε!», φώναζε ο μπόμπιρας. «Ναι, αγόρι μου, κερδίζουμε», απαντούσε με ηρεμία που τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια αντιλαμβάνομαι ότι εξαιτίας αυτής της όμορφης χροιάς στη φωνή του σκέφτομαι συνεχώς πόσο πολύ θα ήθελα κάποτε να του μοιάσω. «Μπαμπά,ο Γκάλης έβαλε κι άλλο καλάθι!», έλεγε ο μικρός. Χαμογελούσε ο πατέρας. «Εεεε, ρε μπαμπά τι κάνει αυτός ο Δρακουμέλ! Γιατί χτύπησε το Γιαννάκη;». «Δεν το έκανε επίτηδες, παιδί μου. Είναι πολύ δυνατός και τον χτύπησε κατά λάθος. Να, βλέπεις, του ζητάει συγνώμη». Η αίσθηση αποκατάστασης του δικαίου και η προσπάθεια να μη φανατίσεις με λάθος δρόμο το παιδί σου.

Ο αγώνας κυλούσε, η αγωνία συνεχιζόταν. Οι βολές του Καμπούρη. Η φωνή του Συρίγου. Η σιωπή που τσακίζει κόκκαλα στο γήπεδο. Και ξαφνικά, το ξέσπασμα. «101-102!», φωνάζει ο Συρίγος και οι παίκτες αγκαλιάζονται, τη στιγμή που το γηπεδο σείεται. «Ναιαιαιαιαιαι! Την έβαλε. Κερδίσαμε; Ε, μπαμπά; Κερδίσαμε;». «Κάτσε, τώρα θα ρίξει και την άλλη».

Ο Καμπούρης φυσά και πάλι τα δάχτυλά του. Ξανά σιωπή. Όλοι κρατούν την ανάσα τους. «101-103. Θέλει προσοχή τώρα», προειδοποιεί ο Συρίγος. «Τίποτα τίποτα δεν μας σταματάαααα», τραγουδάει ο μικρός. Ο πατέρας ανασηκώνεται από τη θέση του. «Είναι το τέλος! Η Ελλάδα είναι Πρωταθλήτρια Ευρώπης!». Ο πατέρας ξανακαθίζει χαρούμενος στη θεση του. Τα μάτια του λάμπουν από χαρά. Γελούν στην κυριολεξία και τα μουστάκια του. Ο μικρός παραληρεί. «Είμαστε πιαααα Πρωταθλητέεεες!» χοροπηδάει στο κρεβάτι. Σαμπάνιες ανοίγουν στο γήπεδο, το παρκε έχει γεμίσει κόσμο και οι παίκτες δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι έχουν κάνει!

 Ο σπιτονοικοκύρης που μένει από πάνω μας βγαίνει στο μπαλκόνι και αρχίζει να ρίχνει μπαταριές με την καραμπίνα. Αυτοκίνητα κορνάρουν συνεχώς. Μια καμπάνα ακούγεται από κάπου μακριά.

Ο σπιτονοικοκύρης φωνάζει τον πατέρα μου. Εκείνος ανοίγει την μπαλκονόπορτα και βγαίνει έξω. Ποτέ δεν είχαν καλές σχέσεις. Δεν ήταν καλός σπιτονοικοκύρης. Κακός, αγενής, αθυρόστομος και προσβλητικός. Δεν είχαμε πολλά πολλά παρά μόνο τα τυπικά. Εκείνο το βράδυ ο μπαμπάς μου τα έβαλε όλα στην άκρη. Μίλησαν σε φιλικό επίπεδο για πολλή ώρα. Ήταν μια βραδιά γιορτής. Όλες οι διαφορές έμεναν στην άκρη. Είχαμε πια κερδίσει!

«Είμαστε πιααααα Πρωταθλητέεεεες!». Δεν ξέρω τι έχει απομεινει από εκείνον τον 7χρονο μπόμπιρα που μέσα από τα ευγενή μάτια του πατέρα του κατάλαβε πόσο σπουδαίο ήταν αυτό που πέτυχαν αυτοί οι τύποι. «Ιστορία γράφουν οι παρέες», τραγουδούσε ο Σαββόπουλος. Αυτό έγινε τότε. Μια παρέα έγραψε ιστορία. Τη δική μας ιστορία.

Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσες φορές έχω δει από τότε ολόκληρο εκείνο τον αγώνα. Κάποτε που τον έδειξε η τηλεόραση με αφορμή κάποια επέτειο τον έγραψα σε βιντεοκασέτα και την έχω ακόμα φυλαγμένη σαν ιερό κειμήλιο. Στο youtube πρέπει να τον έχω δει πάνω από 50 φορές, ανεξάρτητα τα μικρά αποσπασματικά βιντεάκια. Ορκίζομαι πως δεν υπάρχει ούτε μία φορά που να δω αυτά τα τελευταία λεπτά και να μην δακρύσω. Να μην νοιώσω ρίγος. Να μην με συγκινήσει η αγωνία του Γιαννάκη που, ενώ είχε αποβληθεί με φάουλ, έμπαινε συνέχεια μέσα στο παρκέ για να εμψυχώσει τους συμπαίκτες του. Να μη με συνεπάρει το δάκρυ χαράς του Φάνη. «Είμαι πολύ ευτυχισμένος», φωνάζει σε κάποια από τις συνεντεύξεις του που την ψάχνω μανιωδώς στο youtube και, που θα πάει, κάποια στιγμή θα τη βρω. Να μην θαυμάσω το μεγαλείο του Νίκου Γκάλη. Με τις δύο γροθιές υψωμένες, στις αγκαλιές του κόσμου να καμαρώνει το επίτευγμά του. Είμαι σίγουρος ότι κάπου μέσα του εκείνες τις στιγμές θα περνούσε η σκέψη «ναι, τα κατάφερα. Επιτέλους τους έκανα να καταλάβουν τι είναι και πως παίζεται το μπάσκετ. Όχι με το ταλέντο. Με την καρδιά».

Δεν θα τύχει να πέσω πάνω σε κάποιο αφιέρωμα σε εκείνη την ομάδα και να μην κάτσω να το παρακολουθήσω κοιτάζοντας σαν χάνος, όπως οι κοπελίτσες χαζεύουν το Ρουβά. Τους θαυμάζω ακόμα. Όχι μόνο γιατί από εκείνη τη βραδιά και μετά πολλά άλλαξαν προς το καλύτερο και εξαιτίας τους, κάποιοι –άλλοι πολύ περισσότερο, άλλοι λιγότερο – έφαγαν «ψωμάκι», χτίζοντας πάνω στην επιτυχία τους.

Τους θαυμάζω γιατί τους έχω συνδυάσει με μια από τις πιο τρυφερές στιγμές της ζωής μου. Με εκείνες που όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα εξακολουθώ να τις θυμάμαι σαν να τις ζω τώρα.

Θυμάμαι επισης, τον καθηγητή Ιστορίας Δέσμης το φροντιστήριο να μου τσακίζει τα νεύρα την ημέρα που σε ένα καλοκαιρινό μάθημα που είχαμε χαλαρώσει αρκετά και συζητούσαμε περί ανέμων, μου αποκάλυψε πως ήταν από εκείνους τους ευλογημένους από την τύχη που βρίσκονταν στο γήπεδο και είδαν από μέσα αυτόν τον τελικό. Δεν τον πίστεψα, φυσικά, και την επόμενη φορά που είχαμε μάθημα που έφερε το εισιτήριό του, πλαστικοποιημένο για να μη φθαρεί από την πολυκαιρία. Την επόμενη μέρα, μάλιστα, έδινε Πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά, αλήθεια τώρα, που μυαλό για αυτά! Ήμασταν Πρωταθλητές Ευρώπης!

Θυμάμαι επίσης, σε μια προσπάθεια να εντυπωσιάσω μια συμφοιτήτριά μου, είχα καταφέρει να την πείσω πως το παιδάκι που φαίνεται σε πολλά από τα ιστορικά πλάνα εκείνης της βραδιάς να προσεύχεται να βάλει τις βολές ο Καμπούρης, ήμουν εγώ!

Θυμάμαι την πρώτη φορά που στο ΣΕΦ, σε αγώνα του Ολυμπιακού, συνάντησα τον «τίμιο γίγαντα». Εκείνος πάνω από 2 μέτρα, εγώ μετά βίας ξεπερνούσα το ενάμιση. Τον κοιτούσα και είχα χαζέψει. Αυτός, λοιπόν, ήταν! Πέρασε δίπλα μου, προφανώς κατάλαβε ότι τον κοιτούσα και λαχταρούσα να μου δώσει σημασία και μου άπλωσε το χέρι του να κάνουμε ένα high 5 που το θυμάμαι ακόμα.

Θα μπορούσα να γράφω ώρες. Ίσως και μέρες. Κι ας μην τα έζησα όπως άλλοι, πιο παλιοί φίλοι και συνάδελφοι. Το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι το πιθανότερο είναι, μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα της Εθνικής στο Μουντιάλ, εκεί που θα είμαστε όλοι μαζεμένοι και θα περνάμε ένα ακόμα καλοκαιρινό βράδι, ίσως πετάξω στο βίντεο εκείνη την παλιά κασέτα να παίζει.

Έτσι, για να μην ξεχνάμε ότι κάποτε, βγαίναμε στους δρόμους για να γιορτάσουμε.

Γιώργος Αράπογλου

 

Γεννημένος στην Ν. Φιλαδέλφεια και μεγαλωμένος στο Καματερό, σε μια γειτονιά γεμάτη αλάνες και άπειρους χώρους για την διεύρυνση της παιδικής φαντασίας, από μικρός δύο πράγματα ήταν ξεκάθαρα μέσα του.

 

Ότι θα ασχοληθεί με τον αθλητισμό και ότι κάποτε θα γίνει δημοσιογράφος. Από τη μια, η κλίση στο γράψιμο φαινόταν από τις πρώτες εκθέσεις του δημοτικού και τις άπειρες μικρές εφημερίδες που τύπωνε, από την άλλη, που τον έχανες, που τον έβρισκες, με μια μπάλα στο χέρι ήταν. Την πορτοκαλί, αυτή με τα σπυριά!

 

Μεγαλώνοντας, το ύψος δε βοήθησε να ασχοληθεί ενεργά με το μπάσκετ πέρα από κάποιες ομάδες της γειτονιάς ή τα σχολικά πρωταθλήματα, ωστόσο, τον αθλητισμό δεν τον εγκατέλειψε. Υπήρξε αθλητής με δελτίο του Ιωνικού Ν.Φ., για έξι χρόνια, περνώντας αρχικά από τα τμήματα ενόργανης γυμναστικής και στη συνέχεια από το χάντμπολ, με συμπαίκτες αθλητές που αρκετά χρόνια αργότερα, στελέχωσαν και την Εθνική Ομάδα.

 

Η δημοσιογραφία, ωστόσο, τον κέρδισε. Ο μεγάλος του έρωτας ήταν το ραδιόφωνο. Την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή την έκανε σε ηλικία μόλις 15 ετών. Στα επόμενα χρόνια εργάστηκε σε πολλά από τα μεγαλύτερα Μέσα της έντυπης και ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας (Flash, ΝΕΑ, Χρηματιστήριο, Ταχυδρόμος, Veto, ΝΟΟΖ κλπ) και πέρασε από όλων των ειδών τα ρεπορτάζ (ελεύθερο, αθλητικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό, αυτοδιοίκησης, τουριστικό κλπ). Εργάστηκε επίσης ως διορθωτής και επιμελητής κειμένων σε αρκετά έντυπα, καθώς και ως υπεύθυνος επικοινωνίας στην εταιρεία WIDEServicesPC.

 

Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του πρώτου ελληνικού περιοδικού δρόμου «ΣΧΕΔΙΑ» από το πρώτο τεύχος, ενώ έχει ασχοληθεί και με την εκπαίδευση ενηλίκων. Το τελευταίο διάστημα ετοιμάζεται για την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος.

Από τη θέση του Αρχισυντάκτη του «Agapotobasket.gr», ευελπιστεί να βάλει το πιο σημαντικό «τρίποντο» της δημοσιογραφικής του ζωής. Να δημιουργήσει με τη βοήθεια της συντακτικής ομάδας μια μεγάλη μπασκετική κοινότητα που θα αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το άθλημα και θα φέρει άλλο χρώμα στις κερκίδες των ελληνικών γηπέδων.

 

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.