Ας είμαστε ειλικρινείς. Το μπάσκετ η γενιά μας το έμαθε από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Για την ακρίβεια, μας το δίδαξε μια παρέα εκεί πάνω στη Θεσσαλονίκη, με μπροστάρη αυτό το «αμερικανάκι» με τα μούσκουλα, το φουντωτό μαλλί και το δασύτριχο στήθος.
Αυτοί μας έμαθαν πως είναι να βάζεις στόχους και να τους πετυχαίνεις, τι σημαίνει «τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο», που μπορείς να φτάσεις, αρκεί να το πιστέψεις. Αυτή η παρέα μας έβγαλε όλους στους δρόμους για χαρές και πανηγύρια, για αγκαλιές και δάκρυα ενθουσιασμού, μας θύμισε ότι όσα και να μας χωρίζουν, είμαστε όλοι αδέρφια και ζούμε στην ομορφότερη χώρα του κόσμου.
Σε αυτόν τον τύπο με τα σπαστά ελληνικά και το «φονικό» ένστικτο θέλαμε όλοι οι -πιτσιρικάδες τότε - να μοιάσουμε. Οι δρόμοι πλημμύρισαν με κοντά παντελονάκια και «σπυριάρες» μπάλες. Μπασίματα, σπασίματα μέσης, περπάτημα στον αέρα και τρίποντα στην κίνηση με τη μπάλα πάνω από το κεφάλι ήταν κινήσεις που όλοι θέλαμε να εντάξουμε στο ρεπερτόριό μας, αλλά φυσικά, ελάχιστοι το κατάφεραν.
Και ήμασταν ευλογημένη γενιά, ρε γαμώτο! Από τη μια πλευρά του Ατλαντικού ήταν ο M.J. και από την δική μας ο Γκάλης. Σε ποιον να πρωτομοιάσεις! Και, εντάξει, ο «Μιχαλάκης», το παραδεχόμαστε, δεν ήταν άνθρωπος. Αλλά, μήπως ήταν άνθρωπος και ο δικός μας; «Ποιος; Ποιος; Ο Γκάλης ο Θεός!».
Κι εκεί που έχεις μεγαλώσει με τις αφίσες του στους τοίχους του παιδικού σου δωματίου, έχεις φτάσει στα μισά της τέταρτης δεκαετίας της ζωής σου, έχεις συνηθίσει την αποστασιοποίησή του από τα κοινά και τη «Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά» επιλογή του εδώ και πάρα πολλά χρόνια, έρχεται μια ωραία πρωία και ανακαλύπτεις ότι μπορείς να γίνεις «φίλος» του.
Ποιος; Εγώ, ναι εγώ, που μετά από δεκαπέντε χρόνια στη δημοσιογραφία, το να είχα καταφέρει να του πάρω έστω ένα «καλημέρα» ως δήλωση θα το θεωρούσα τη μέγιστη επαγγελματική μου επιτυχία, τώρα μπορώ να του μιλώ όποτε θέλω. Να του στέλνω μηνύματα, να μοιράζομαι τη σκέψη μου μαζί του, να τον ευχαριστώ και Face (book) to Face (book) για όσα μας έχει χαρίσει. Όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι όσοι έχουν στοιχειώδεις έστω γνώσεις υπολογιστών!
Είναι αλήθεια, λοιπόν! Ο Νίκος Γκάλης αποφάσισε να αφήσει το «θρόνο» της απομόνωσής του και να αποκτήσει παρουσία στην καθημερινότητά μας μέσα από τα social media. Η αρχή έγινε με ένα απλό «τιτίβισμα» στο twitter και λίγες ημέρες αργότερα, ήρθε και η σελίδα του στο Facebook. Αμέσως, χιλιάδες θαυμαστές του, ανάμεσά τους και ο γράφων, έσπευσαν να γίνουν «φίλοι» με τον καλύτερο Έλληνα μπασκετμπολίστα όλων των εποχών.
Τι σημαίνει άραγε αυτή η αλλαγή στην επιλογή του «Νικ»; Πως αποφάσισε, έπειτα από χρόνια σιωπή και αποστασιοποίηση από τα κοινά του μπάσκετ, ξαφνικά να κοινωνικοποιηθεί έστω και με αυτόν τον τρόπο; Πόσα μπορεί να προσφέρει η παρουσία του στα social media στην μπασκετική Ελλάδα του 2013, αλλά και στην γενικότερη φίλαθλη συμπεριφορά;
Ας τα πάρουμε όλα από την αρχή. Η επιλογή του Γκάλη να μην εμφανίζεται συχνά στα Μέσα και να μην ανακατεύεται ενεργά με τα κοινά του μπάσκετ είναι ξεκάθαρα συνειδητή και εντελώς προσωπική. Είναι βέβαιο ότι για χρόνια, θα είχε χιλιάδες κρούσεις για μία συνέντευξη, φωτογράφηση, έστω μια απλή δήλωση, ρε αδερφέ, χώρια τις όσες περιπτώσεις θα του προτάθηκε να αναλάβει ενεργό ρόλο είτε στα διοικητικά του Άρη είτε, βεβαίως, της Εθνικής. Δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω προσωπικά, αλλά το παραπάνω σενάριο θεωρώ ότι δεν ανήκει σε αυτά της επιστημονικής φαντασίας.
Ο ίδιος, ωστόσο, επέμενε πεισματικά να απέχει. Οι μόνες του εμφανίσεις ήταν σε περιπτώσεις που ο ίδιος έκρινε πως έπρεπε να το κάνει και είχε πραγματικά κάτι να πει. Και το έκανε πολύ σωστά, γνωρίζοντας το ιδιαίτερο βάρος που έχει η γνώμη του, ακόμα και ένα βλέμμα του για το ελληνικό μπάσκετ.
Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι ο ίδιος είχε αποκοπεί εντελώς από τα μπασκετικά δρώμενα. Το έργο που έχει κάνει για να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά στο μπάσκετ, με ακαδημίες και παιδικές κατασκηνώσεις, αλλά και δεκάδες άλλες δράσεις που για να τις αριθμήσει κανείς θέλει να γράψει πολλά «σεντόνια» δεν είναι καθόλου μυστικό. Τα «παιδιά του Γκάλη» υπάρχουν παντού και είναι πάρα πολλά για να τα αγνοήσει κανείς.
Γιατί τότε ήταν τόσο ακριβοθώρητος; Μόνο ο ίδιος μπορεί να εξηγήσει. Εμείς μόνο εικασίες θα κάνουμε και θα το επιδιώξουμε με τον πιο σεμνό τρόπο, δεχόμενοι όσα περιθώρια λάθους εκτίμησης μπορεί να μας προσάψει κανείς.
Εκδοχές, λοιπόν, υπάρχουν πολλές: Ο Γκάλης δε μιλούσε γιατί δεν ήθελε να μιλά αν δεν έχει κάτι να πει. Γιατί δεν ήθελε να γίνει «μαϊντανός». Ο Γκάλης δεν ενεπλάκη με διοικητικά, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει το μύθο του και να γίνει αποδιοπομπαίος τράγος σε περίπτωση αποτυχίας. Δεν συμμετείχε ενεργά σε διοικητικά πόστα, γιατί αυτό που ήξερε να κάνει καλά ήταν να «σκοτώνει» μέσα στο γήπεδο και όχι έξω από αυτό. Ο Γκάλης δε μιλούσε γιατί ήταν πολύ σεμνός και δεν του άρεσε η δημοσιότητα. Ή γιατί δεν θεωρούσε ότι μας αξίζει η παρουσία του, αφού τόσα μας προσέφερε και δεν πήρε την αναγνώριση που του άρμοζε. Ο Γκάλης δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις γιατί δεν του αρέσει η δημοσιότητα. Γιατί ήρθε, μάγεψε, σταμάτησε και θέλει να συνεχίσει μια φυσιολογική ζωή σαν ένας «κοινός θνητός». Γιατί ο ίδιος δεν αποδέχεται τον τίτλο του «Θεού». Ή γιατί ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει μέσα του τι έχει κάνει. Ο Γκάλης δεν εμφανιζόταν γιατί είχε ξενερώσει από το πώς έχουμε καταντήσει την «κληρονομιά» που μας άφησε. Ή γιατί το ρόλο που έπρεπε και του άξιζε να αναλάβει τον ανέθεσαν –ένας Θεός ξέρει γιατί- σε άλλους. Ή γιατί πολύ απλά δεν ήθελε, ρε αδερφέ!
Όλες οι παραπάνω εκτιμήσεις και ακόμα περισσότερες μπορεί να είναι σωστές και, ταυτόχρονα, εντελώς λάθος. Ισχύουν ως πιθανότητες και την ίδια στιγμή έχουν τόση σχέση με την πραγματικότητα όση και εγώ με την Στικούδη. Την μόνη αλήθεια την γνωρίζει ο ίδιος και είμαι βέβαιος ότι δεν θα την μάθουμε ποτέ. Και ποσώς μας ενδιαφέρει κιόλας!
Η ουσία είναι ότι ο Γκάλης επέστρεψε! Αποφάσισε να ξαναβγεί μπροστά και με έναν, ξένο μέχρι σήμερα τρόπο, να ξαναβρεί θέση και ρόλο στην μπασκετική μας καθημερινότητα. Και είναι βέβαιο πως, κάνοντας την αρχή με τα social media, αργά ή γρήγορα θα γίνει πιο…ζωηρός!
Τι να συνέβη, όμως, και ο Γκάλης αποφάσισε να γίνει πιο «κοινωνικός»; Ίσως ούτε κι αυτό να το μάθουμε ποτέ. Πιθανόν να κατάλαβε πως είδε κι απόειδε ο άνθρωπος –συγνώμη, ο «Θεός» - με όσα γίνονται στο έρμο το μπασκετάκι και, αναγνωρίζοντας το βάρος της προσωπικότητάς του, αποφάσισε να βγει μπροστά μπας και σώσουμε τίποτα. Και θέλησε να το κάνει με έναν πιο έμμεσο τρόπο, ώστε να μην μας έρθει κι εμάς απότομα!
Μια δεύτερη εκδοχή λέει πως η τιμητική εκδήλωση για την προσφορά του, η οποία έγινε την περασμένη Άνοιξη με καθυστέρηση σχεδόν είκοσι ετών, τον «έλυσε» λίγο σαν άνθρωπο. Προσωπικά δεν είχα την τιμή να τον γνωρίσω ποτέ και ελπίζω να μην πεθάνω με αυτό το απωθημένο, αλλά από τα όσα μου δείχνει, δεν θα τον κατέτασσα στην κατηγορία των ανθρώπων που είναι αυτό που λέμε «η ψυχή της παρέας». Είναι πιο μαζεμένος, πιο συγκρατημένος, πιο σοβαρός. Ακόμα κι όταν χαμογελάει σου βγάζει μια αμηχανία.
Όταν φοράει το κουστούμι του, δεν μοιάζει καθόλου με εκείνο τον «φονιά» που μέχρι τα μέσα των ‘90s τρομοκρατούσε οτιδήποτε δεν φορούσε κιτρινόμαυρα, γαλανόλευκα ή αργότερα πράσινα. Αντιθέτως, είναι μια ευγενική φυσιογνωμία ενός γεροδεμένου, καλοσυνάτου άνδρα, που σου εμπνέει σεβασμό και σου βγάζει μια ιδιαίτερη ηρεμία. Όμως, όταν είσαι μέσα σε ένα γήπεδο που τόσα χρόνια μετά εξακολουθεί να σε λατρεύει, όταν βλέπεις ότι όλοι σου αναγνωρίζουν ότι έχεις κάνει κάτι τόσο σπουδαίο, όταν εν τέλει αυτή η αναγνώριση μετατρέπεται σε δάκρυα συγκίνησης, ε, τότε, δε μπορεί παρά να αισθανθείς πιο οικεία. Και ίσως να έπαιξε και αυτό το ρόλο του, ώστε να νοιώσει περισσότερη «ασφάλεια» απέναντι στην έκθεση σε ένα ιδιαίτερο… γήπεδο, το μόνο ίσως που μέχρι σήμερα δεν έχει σκοράρει κατά ριπάς!
Μια ιδιαίτερα αστεία εκδοχή είναι αυτή που μου ανέλυσε πριν λίγες μέρες ένας ημίτρελος φίλος μου, η οποία, ωστόσο, δεν είναι εκτός πραγματικότητας. Μου είπε, λοιπόν, να μην τρελαινόμαστε τόσο γιατί πολύ απλά, ο Γκάλης αποφάσισε στα 56 του να ασχοληθεί λίγο περισσότερο με την τεχνολογία και να συμβαδίσει λίγο με την εποχή. Και ποιος περισσότερο ευχάριστος τρόπος να το κάνεις, από το να κάνεις έναν λογαριασμό στο twitter και στο Facebook και να αρχίσεις να ανεβάζεις φωτογραφίες από το Γυμνάσιο. «Έτσι κι αλλιώς, όλοι με τα μπλιμπλίκια τους ασχολούνται, γιατί όχι και ο Γκάλης;»! Να πω ότι δεν το σκέφτηκα κι αυτό, θα είναι ψέμα. Και, γιατί όχι δηλαδή; Άνθρωπος δεν είναι κι αυτός; Καλά, άνθρωπος δεν είναι, όπως είπαμε, αλλά κάποιες ανάγκες τις έχουμε κοινές!
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα είναι ένα: ο Γκάλης επέστρεψε και είναι ανάμεσά μας! Μπορεί ο ίδιος να συνεχίσει να γράφει μια ατάκα κάθε εξάμηνο, αλλά πλέον, αυτή την ατάκα θα τη μοιράζεται απευθείας με όλους μας. Κι επιπλέον, θα έχουμε όλοι την ευκαιρία να τα λέμε σαν καλοί «φίλοι». Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Οκ, μακάρι να μπορούσα να του κλέψω μια συνέντευξη ή έστω μια φωτογραφία να καμαρώνω κι εγώ δίπλα στο ίνδαλμά μου σαν γύφτικο σκεπάρνι αλλά και μόνο που θα μπορώ να λέω ότι είμαι «φίλος» με το Γκάλη, αλλάζει η ψυχολογία, πώς να το κάνουμε!
Δεν θα το ψάξουμε πολύ περισσότερο. Όποια και να είναι η αιτία, ο «Νικ» θα μας τα λέει πια πιο συχνά. Γι’ αυτό, δεν έχω παρά να παραθέσω αυτό που μου είπε ο φίλος Μαρίνος, όταν το συζητούσαμε με ενθουσιασμό, ότι «αν ο Έλληνας Θεός του μπάσκετ αποφάσισε να κατέβει από τον Όλυμπο και να περπατήσει ανάμεσα στα "παιδιά" του, τότε η μπασκετική κοινότητα δε μπορεί παρά να πει ένα μεγάλο "καλωσορίσατε" και να χαμογελάσει πλατειά!»
Πάω, λοιπόν, να ανταλλάξω «τιτιβίσματα» μαζί με το φίλο μου το Γκάλη!