Τελικά, τι είναι αυτό που κάνει ένα πρωτάθλημα ποιοτικό; Είναι τα μπάτζετ; Τα γεμάτα γήπεδα; Το πλούσιο θέαμα; Οι ανατροπές, το σασπένς, οι εκπλήξεις; Για τους περισσότερους, Σχεδόν για όλους μας η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «όλα τα παραπάνω». Γιατί, λοιπόν, το ελληνικό πρωτάθλημα θεωρείται κακής ποιότητας;
Δεν υπάρχουν μπάτζετ; Ε και; Μήπως τα μπάτζετ παίζουν μπάσκετ. Με συγχωρείτε, αλλά δεν έχω δει ποτέ μου 500ευρω να σηκώνεται και να καρφώνει έπειτα από backdoorπάσα του 200ευρου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω δει ποτέ μου 500ευρω γενικά, αλλά αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο.
Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός εδώ και χρόνια έχουν δαπανήσει εκατομμύρια ευρώ, για την ακρίβεια έχουν πετάξει εκατομμύρια ευρώ για να φέρουν μεγάλους παίκτες, πολλές φορές αμφιβόλου ποιότητας. Τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους στην Ευρώπη, όμως, τις έφεραν όταν αποφάσισαν να μαζέψουν τα μπάτζετ τους και να επενδύσουν σωστά και σε νέα παιδιά, ως επί το πλείστον ελληνόπουλα.
Την ίδια ώρα, οι περισσότερες ομάδες πάσχιζαν να πάρουν άδειες, ενώ είναι βυθισμένες στα χρέη. Ο πάλαι ποτέ αυτοκράτορας Άρης δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει καν μεταγραφές. Απόρροια αυτού είναι, όμως, να έχει φτιάξει ένα αμιγώς ελληνικό σύνολο από έμπειρους και νέους παίκτες που παίζει ελκυστικό μπάσκετ και γεμίζει ελπίδες τους φιλάθλους του.
Δεν γεμίζουν τα γήπεδα; Ναι, το ΣΕΦ είναι άδειο, λόγω της γνωστής τιμωρίας του Ολυμπιακού και το ΟΑΚΑ δεδομένου ότι ο Παναθηναϊκός φέτος θα αγωνίζεται Δευτέρα, δύσκολα θα κάνει κάποιο soldout. Το γήπεδο του Ηλυσιακού με τον Ολυμπιακό ήταν άδειο με απόφαση της αστυνομίας για το φόβο επεισοδίων μεταξύ οπαδών των δύο «αιωνίων». Σύμφωνοι, αλλά δεν παίζουν μόνο οι δυο τους.
Είδε κανείς άδειο το γήπεδο του ΚΑΟΔ; Του Ρεθύμνου; Της Ν. Κηφισιάς; Το Αλεξάνδρειο γέμισε με τον ΠΑΟΚ. Η Ελευσίνα είναι μονίμως γεμάτη. Τα Τρίκαλα διψούν για μπάσκετ. Δεν είναι τα τεράστια γήπεδα που χρειάζονται πολλές χιλιάδες φιλάθλους για να γεμίσουν, όμως, ποτέ δεν είναι άδεια. Το θετικό του πρωταθλήματος είναι αυτή η αποκέντρωση που ζητούσε πολλά χρόνια τώρα και που φέτος τα έχει καταφέρει με έναν εξαιρετικό τρόπο.
Από τις 14 ομάδες του Πρωταθλήματος, μόνο 6 είναι εντός των ορίων του Λεκανοπεδίου. Οι υπόλοιπες αντιπροσωπεύουν πόλεις της περιφέρειας, που έχουν αποδείξει ότι αγαπούν το μπάσκετ και ο αγώνας της ομάδας τους με οποιονδήποτε αντίπαλο είναι το γεγονός της εβδομάδας. Τα γήπεδα γεμίζουν με οικογένειες και παιδιά που παρακολουθούν, χωρίς ακρότητες και χειροκροτούν τις προσπάθειες της ομάδας, που αποτελεί τον καθρέφτη της πόλης τους. Αν αυτό δεν είναι όμορφο στοιχείο…
Δεν υπάρχει θέαμα; Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω έναν αγώνα από τις τρεις αγωνιστικές δε μπορεί να το πει αυτό. Όλες οι ομάδες παρουσιάζουν καλοστημένα σύνολα, παίκτες που παίζουν με πάθος και ένταση, διάθεση να διακριθούν, παίζουν όμορφο μπάσκετ και πετυχαίνουν σπουδαία αποτελέσματα.
Μόνο από τα χθεσινά παιχνίδια μπορεί να ξεχωρίσει κανείς την επιβλητική παρουσία του ΠΑΟΚ σε μια έδρα που δεν είχε σπάσει ποτέ, το «θράσος» που επέδειξε η Ν. Κηφισιά στο Αλεξάνδρειο, όπου παραλίγο να πάρει τη νίκη απέναντι στον Άρη, ο Ολυμπιακός έκανε επίδειξη δύναμης αγγίζοντας σχεδόν το μπασκετικό «φετίχ» της 100άρας απέναντι στον Ίκαρο, ενώ ο Πανελευσινιακός πήρε με καλή απόδοση το ντέρμπι των «μελλοθανάτων» απέναντι στον Ηλυσιακό.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το χειρότερο παιχνίδι από πλευράς θεάματος μέχρι στιγμής στις τρεις πρώτες αγωνιστικές του Πρωταθλήματος, ήταν το ντέρμπι των «αιωνίων» στο ΣΕΦ, που όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι κάποιος, ένα θετικό στοιχείο δύσκολα θα βρει.
Δεν υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής; Για να δούμε. Αν δει κανείς τη βαθμολογία αυτή τη στιγμή, θα δει ότι ο ΠΑΟΚ είναι μόνος πρώτος, αήττητος και έχοντας εξαιρετική απόδοση στο ξεκίνημα του Πρωταθλήματος, στην πρώτη πεντάδα –με εξαίρεση τον Παναθηναϊκό, ο οποίος έχει έναν αγώνα λιγότερο – είναι μόνο ο Πανιώνιος, ενώ Άρης, Δράμα και Ρέθυμνο δείχνουν ικανοί να παραμείνουν ψηλά. Ο Ολυμπιακός έχει μείνει πίσω λόγω της τιμωρίας των -2 βαθμών από τα περσινά επεισόδια, γεγονός που στην πορεία του Πρωταθλήματος μπορεί να αποδειχθεί ανούσιο, ωστόσο, στο ξεκίνημα είναι αρκετό για να δώσει ένα διαφορετικό χρώμα στην «γεωγραφία» της βαθμολογίας.
Δεν είναι μια ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι από τις 14 ομάδες της BasketLeague, οι 13 έχουν Έλληνα προπονητή και ο 14ος είναι τόσα πολλά χρόνια στην Ελλάδα που πλέον, είναι «δικό μας παιδί»;
Στην Ευρώπη, οι τέσσερις εκπρόσωποί μας μετρούν 7 νίκες σε 8 αναμετρήσεις, ορισμένες, μάλιστα να είναι με εξαιρετικές εμφανίσεις και τη μοναδική ήττα να έρχεται για τον Παναθηναϊκό στην εκπνοή του αγώνα με τη Λιέτουβος Ρίτας. Με δεδομένη τη δυναμικότητα των ομάδων μας και το πρόγραμμα της εβδομάδας που ακολουθεί, δεν είναι απίθανο το ποσοστό αυτό να ανέβει ακόμα περισσότερο.
Γιατί, λοιπόν, όλοι γκρινιάζουμε ότι το πρωτάθλημά μας είναι κακό; Τι μας λείπει για να αναθεωρήσουμε την άποψή μας; Σύμφωνοι, είμαστε κακομαθημένοι από τα προηγούμενα χρόνια, όταν οι ομάδες μας είχαν παικταράδες παγκοσμίου κλάσης που έριχναν όλα τα φώτα στην Ελλάδα. Ναι, αλλά και τώρα δεν μας λείπουν οι μεγάλοι παίκτες κι ας μην έχουν τόση μεγάλη λάμψη. Μην αρχίσουμε να τους απαριθμούμε γιατί θα γίνουμε κουραστικοί.
Τα ελληνόπουλα που βρήκαν επιτέλους χώρο και χρόνο συμμετοχής σε όλες τις ομάδες βγάζουν τους προπονητές τους ασπροπρόσωπους και κάνουν τους αγνούς φιλάθλους του αθλήματος να χαίρονται για το μέλλον του ελληνικού μπάσκετ. Το ταλέντο πάντα υπήρχε, αλλά δεν του αφήναμε ποτέ το περιθώριο να βγει μπροστά και να εξελιχθεί. Η οικονομική κρίση είναι η ευκαιρία τους και μπορούμε να πούμε πως η νέα γενιά του ελληνικού μπάσκετ την έχει πιάσει από τα μαλλιά. Γιατί, λοιπόν, να μην είμαστε χαρούμενοι και να καμαρώνουμε γι’ αυτό;
Θα μου πει κανείς, μα καλά, σε ποιον κόσμο ζεις; Τα βλέπεις όλα αγγελικά, λες και δεν έχεις πάρει χαμπάρι τι γίνεται. Δεν θα διαφωνήσω καθόλου ότι υπάρχουν –λίγα σε αριθμό, αλλά – τρανταχτά παραδείγματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε πολύ πίσω σε σχέση με τα άλλα πρωταθλήματα. Η βία στα γήπεδα δεν έχει εξαλειφθεί, μάλιστα στον πρόσφατο προημιτελικό του Κυπέλλου του Ηλυσιακού με τον Ολυμπιακό μάθαμε ότι και η «απειλή της βίας» είναι ικανή για να μας κάνει να τρέμουμε.
Η βία είναι ένα φαινόμενο που ξεπερνά τα όρια των τεσσάρων γραμμών ενός γηπέδου, χρειάζεται κεντρική πολιτική βούληση και σχεδιασμό, κάτι που δεν άπτεται μόνο του αθλήματος για να ξεπεραστεί.
Όσον αφορά, λοιπόν, την εικόνα του πρωταθλήματος, η εικόνα που το υποβαθμίζει πραγματικά είναι οι δύο ταχύτητες, με τις οποίες διεξάγεται. Ντέρμπι με τη συμμετοχή κάποιου εκ των δύο «αιωνίων» δεν είναι δυνατό να γίνει, αφού η διαφορά δυναμικότητας είναι τέτοια που δεν αφήνει ελπίδες στους «μικρούς» να χτυπήσουν τους «μεγάλους».
Μετά το μεταξύ τους ντέρμπι, ο Ολυμπιακός πήρε δύο νίκες απέναντι σε Ηλυσιακό και Ίκαρο με διαφορές που σε μ.ο. ήταν κοντά στους 30 πόντους, ενώ ο Παναθηναϊκός στην αναμέτρηση με τον Πανελευσινιακό έκανε ρεκόρ στην άμυνα με τους 35 μόλις πόντους που δέχθηκε και τη διαφορά να ξεπερνά τους 40. Αν κάποιος το δει επιφανειακά, θα μείνει στη διαφορά δυναμικότητας των δύο ομάδων με τις υπόλοιπες. Όμως, η πραγματικότητα είναι άλλη και πρέπει κάποια στιγμή να την κοιτάξουμε κατάματα.
Ναι, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός είναι πολύ καλύτεροι από όλες τις ομάδες και οι διαφορές δε μπορούν να καλυφθούν εύκολα. Το σενάριο να μπει κάποιος άλλος «σφήνα» ανάμεσά τους, είναι αλήθεια ότι αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας και όποιος δεν το δει, μάλλον αιθεροβατεί και καλύτερα να τον ξυπνήσουμε.
Από την άλλη, ωστόσο, μήπως την διαφορά αυτή την μεγαλώνουν από μόνες τους οι ομάδες που βρίσκονται κάθε φορά απέναντι στους δύο «αιωνίους»; Πριν από τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, ο προπονητής του Πανελευσινιακού, Γιάννης Σκαραφίγκας δήλωνε πως η ομάδα του δεν ασχολείται με το παιχνίδι και πως θα προσπαθήσει να αντλήσει εμπειρίες. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο προπονητής του Ίκαρου Χαλκίδας, Γιώργος Καλαφατάκης, δήλωσε πως το παιχνίδι είναι μια ευκαιρία οι παίκτες του να πάρουν εμπειρίες και τους καλούσε απλώς…να το ευχαριστηθούν.
Να με συγχωρούν οι κατά τα άλλα απόλυτα συμπαθείς προπονητές, αλλά αυτή η νοοτροπία δεν θα μικρύνει ποτέ τις αποστάσεις με τους δύο μεγάλους. Κανένας δεν περιμένει να μπουν μέσα και να περιμένουν ότι θα κερδίσουν το παιχνίδι απέναντι σε έναν τέτοιο αντίπαλο. Όμως, με το σκεπτικό «πάμε να το ευχαριστηθούμε» το μόνο που καταφέρνουν είναι να πληγώνουν την ιστορία του συλλόγου που υπηρετούν.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο κ. Σκαραφίγκας και οι παίκτες του ευχαριστήθηκαν το παιχνίδι στο ΟΑΚΑ, όταν είδαν το όνομά τους να καταγράφεται ως η χειρότερη άμυνα στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος. Αν αυτές είναι οι φιλοδοξίες τους, τότε, ναι, το πρωτάθλημά μας είναι χαμηλής ποιότητας.
Τη δεκαετία του ’90 καυχιόμασταν ότι είχαμε το καλύτερο πρωτάθλημα μετά το NBA. Το λέγαμε, το πιστεύαμε και το εννοούσαμε. Και τότε Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός ήταν πανίσχυροι. Αλλά τότε, υπήρχε ακόμα ένας δυνατός ΠΑΟΚ, ένας ισχυρός Άρης, ένας Πανιώνιος που δε μασούσε πουθενά. Υπήρχε και ο Ηρακλής, ακμαίος, δυνατός και με ισχυρή ευρωπαϊκή παρουσία. Ο Απόλλων Πάτρας έχανε από τον Πρωταθλητή Ολυμπιακό στην τρίτη παράταση. Υπήρχαν, επίσης, ομάδες, όπως ο Σπόρτινγκ, το Περιστέρι, ο Παπάγος, η Δάφνη, το Ηράκλειο, ο Μακεδονικός. Ομάδες σκληροτράχηλες που για να τις κερδίσουν οι μεγάλοι έπρεπε να ιδρώσουν πολύ.
Ποια ήταν η διαφορά τους με το σήμερα; Είχαν έδρα, κόσμο, καλή ομάδα, ισχυρή διοίκηση, οικονομική ευρωστία. Αυτά τα συναντά κανείς και σήμερα. Αυτό που τις έκανε να ξεχωρίζουν ήταν το κίνητρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει ο μεγάλος και να ελπίζει ότι θα περάσει εύκολο βράδυ. Η νίκη επί του Πρωταθλητή και επίδοξου πρωταθλητή Ευρώπης ήταν το παράσημο που έραβαν στη φανέλα τους όλες οι ομάδες και μαζί με αυτό, μεγάλωνε και η δυναμική τους.
Τι θέλουμε να πούμε με όλα αυτά; Ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις να ανέβει το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος, αρκεί οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του να δηλώσουν έτοιμοι να ανταποκριθούν στις προκλήσεις. Δεν χρειάζεται να πέσουν επίπεδα οι δύο «αιώνιοι» για να υπάρξει ανταγωνισμός. Πρέπει να ανέβουν οι μικροί για να γίνει ανταγωνιστικό το πρωτάθλημα.
Πέρσι ο Πανιώνιος και το Ρέθυμνο το πάλεψαν, αλλά δεν ήταν αρκετοί. Η νίκη επί του Παναθηναϊκού στη Ν. Σμύρνη ήταν μία καλή αναλαμπή, αλλά δεν είχε συνέχεια. Οι δυο τους πρέπει να ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή και να επιδιώξουν μέσα από τις αναμετρήσεις τους με τους «αιωνίους» να δυναμώνουν ακόμα περισσότερο.
Ο ΠΑΟΚ στο ξεκίνημα της χρονιάς δείχνει πολύ ενδυναμωμένος και έτοιμος να ανοίξει μια νέα σελίδα. Ο ευρωπαϊκός αέρας τον βοηθά να αποκτά αυτοπεποίθηση, ο κόσμος του είναι πάντα εκεί, ο Μπάνε Πρέλεβιτς και ο Σούλης Μαρκόπουλος είναι έμπειροι και μπορούν να οδηγήσουν σωστά την ομάδα. Είναι σχεδόν νομοτελειακό ότι όταν ανέβει ο ένας από τους δύο μεγάλους της Θεσσαλονίκης, θα ανέβει και ο άλλος.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είναι τέτοιος που δε θα μπορέσει να ανεχθεί για πολύ ο Άρης τον μεγάλο του αντίπαλο να του παίρνει τα ηνία της πόλης. Μπορεί να μην έχει την οικονομική ευρωστία για να κάνει θαύματα αμέσως, έχει όμως, ιστορία, κόσμο, έδρα, ομάδα ελληνική που ξέρει να παλεύει και έχει και το DNA του «αυτοκράτορα». Μπορεί να ανέβει και να κάνει ζημιές. Κι αν οι φήμες που θέλουν σύντομα την ενεργοποίηση στα διοικητικά του Άρη του μεγάλου Νίκου Γκάλη, γιατί να μην ελπίζουμε σε άλλες καλύτερες μέρες;
Η Θεσσαλονίκη έχει τα φώτα να γίνει σταδιακά ο δεύτερος πόλος, που θα τραβήξει την περιφέρεια και πάλι να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Σε συνδυασμό με τη σταθερή αξία αναφοράς στον Πανιώνιο των τελευταίων ετών και την ανοδική τάση που δείχνουν ομάδες, όπως το Ρέθυμνο και ο Κολοσσός, μπορεί να δημιουργηθεί ένα μέτωπο αντιμετώπισης των δύο μεγάλων.
Για να γίνει, όμως, αυτό, χρειάζονται μεγάλες νίκες και αυτές δεν μπορούν να έρθουν σε αδιάφορους αγώνες πρωταθλήματος. Στα playoff, άλλωστε, η διαφορά δυναμικότητας είναι τέτοια που στο τέλος, ο Γολιάθ θα νικήσει. Οι υπερβάσεις γίνονται συνήθως μέσα από μάχες της μιας βραδιάς. Οι αγώνες νοκ άουτ για το Κύπελλο είναι πάντα μία καλή ευκαιρία για τον «μικρό» να γίνει ήρωας για ένα βράδυ.
Γι’ αυτό και προσωπικά δυσανασχετώ με την απάθεια με την οποία αντιμετωπίζουν οι μικροί τους αγώνες και ειδικά του Κυπέλλου. Πόσες ευκαιρίες μπορεί να έχει ο Ηλυσιακός για να γράψει ιστορία απέναντι στον Ολυμπιακό; Κι, όμως, έκατσε και τον κατασπάραξε. Το Ρέθυμνο, που πέρσι έφτασε στον ημιτελικό του Πρωταθλήματος, βρήκε απέναντί του έναν πληγωμένο, ελλιπή και ανέτοιμο Παναθηναϊκό, που ακόμα δεν έχει βρει ρόλους και χημεία. Ποια καλύτερη ευκαιρία για μια πολύ μεγάλη νίκη – πρόκριση που θα άλλαζε την ιστορία της ομάδας; Απέναντι, όμως, σε αυτό τον Παναθηναϊκό, έχασε με 30 πόντους μέσα στην έδρα του και δεν κύλησε ούτε δάκρυ.
Μα γιατί; Αναρωτιέμαι, αν τελικά αυτή είναι πραγματικά η δυναμικότητα των ομάδων και τόση ώρα γράφω χωρίς λόγο. Δεν θέλω να το πιστέψω. Το Ρέθυμνο έχει εξαιρετική ομάδα για να δέχεται τέτοιες ταπεινώσεις, ακόμα και από τον Παναθηναϊκό, μία εκ των κορυφαίων ομάδων της Ευρώπης εδώ και μια 20ετία.
Θυμάμαι, όταν παίζαμε στα σχολικά πρωταθλήματα, όταν απέναντί μας είχαμε μια κατά τεκμήριο καλύτερη ομάδα, σκιζόμασταν να τους κερδίσουμε. Μπορεί στο τέλος να χάναμε με μεγάλες διαφορές, αλλά, ακόμα και στο τελευταίο δευτερόλεπτο παλεύαμε να μειώσουμε τη διαφορά, να κλέψουμε τις εντυπώσεις, να του «σκάσουμε μια τάπα στη μούρη» για να μάθει να κάνει φιγούρα.
Αυτή τη νοοτροπία, δυστυχώς, δεν την βλέπω από τις επαγγελματικές ομάδες. Αντιθέτως, είναι συμβιβασμένες με την ιδέα του διασυρμού και αφήνονται στην μοίρα τους. Και μετά, «γκρινιάζουν» για πρωτάθλημα δύο ταχυτήτων. Δεν το θεωρώ δίκαιο.
Αν πραγματικά θέλουμε να ανέβει το επίπεδο του Πρωταθλήματός μας, πρέπει να κοιτάξουμε την αλήθεια στα μάτια και να παραδεχτούμε ότι όσο οι μικρομεσαίες ομάδες δέχονται να αποτελούν έναν απλό σάκο του μποξ και τον συνεργάτη του Μπαρτζώκα και του Πεδουλάκη στην προπόνηση για τον αγώνα της Πέμπτης ή της Παρασκευής στην Ευρωλίγκα, τότε, δεν υπάρχουν ελπίδες για κάτι καλύτερο.
Και για το τέλος, μια που αναφερθήκαμε στην Ευρωλίγκα, μια σκέψη που θα έπρεπε να προβληματίσει τους ιθύνοντες των ελληνικών ομάδων. Στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση φέτος αγωνίζονται ομάδες, όπως το ανέκδοτο της Ναντέρ, της Ζιέλονα Γκόρα, της Μπουντιβέλνικ ή της Στρασμπούργκ. Αλήθεια, πόσο καλύτερες είναι αυτές οι ομάδες από τον φετινό ΠΑΟΚ ή τον Πανιώνιο;
Μήπως, τελικά, εμείς οι ίδιοι απαξιώνουμε το ελληνικό πρωτάθλημα μόνοι μας;