«Τι σκατά συμβαίνει;;;!!!» άρχισε να ουρλιάζει ο Κατσικάρης.
«Αν κρίνω από το σημάδι του, πρέπει να είναι ο Μπόρισλαβ Μπαζίνκοφ, ο γδάρτης. Δεν μπορεί να πετύχει αγελάδα σε διάδρομο, αλλά έχει μια κοζάκικη χατζάρα του παππού του πάντα μαζί του. Άμα σε πλησιάσει την έκατσες τη βάρκα!»
«Μα καλά είμαστε σοβαροί; Στείλανε εκτελεστή μόνο και μόνο επειδή έσπασα το συμβόλαιο;»
«Ναι.» απάντησε απλά ο Μπάμπης. «Αλλά δεν είναι και από το πάνω ράφι.»
«Σκατά!!! Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω τώρα;»
«Πρώτον. Σταμάτα να σκούζεις σαν αδέσποτο παπί. Δεύτερον. Ακολούθησε με.» Είπε ο Μπάμπης και τραβώντας μια μπερέτα από το σακάκι του, βούτηξε τον Κατσικάρη από το σβέρκο και άρχισε να τρέχει σκυφτός ανάμεσα στα τραπέζια με τις σφαίρες του Μπαζίνκοφ να σκάνε δεξιά και αριστερά τους στο γάμο του Καραγκιόζη και να μην έχουν αφήσει όρθιο παπά, κουμπάρο και πεθερικά.
«Από εδώ!» έκανε ο Μπάμπης και με μια κλωτσιά άνοιξε την πόρτα και τρύπωσε στην τουαλέτα των γυναικών, όπου προς μεγάλη τους έκπληξη, είδαν πως είχε καταφύγει και η Ιρήνα.
«Λοιπόν καρντάση, άκου πως έχει η κατάσταση. Έχεις περίπου 5 λεπτά μέχρι να κατέβει από την ταράτσα ο Μπαζίνκοφ και να έρθει να σε βρει με τη χατζάρα του και έχεις δύο επιλογές. Πρώτη. Δίνουμε τα χέρια για του χρόνου και καθαρίζω εγώ. Δεύτερη. Φεύγω και βγάλτα πέρα μόνος σου.»
«Μα καλά θα φύγεις και θα με αφήσεις;;;!!!»
«Κοίτα αγορίνα μου… το πρόβατο που ξεμαντρίζει, το τρώει ο λύκος. Και εγώ – όχι να το παινευτώ – είμαι και γαμώ τα τσοπανόσκυλα, αλλά μόνο για το δικό μας το μαντρί…»
«Ωραία! Ωραία! Ωραία! Κέρδισες! Θα την πάρω την ομάδα. Και δε με νοιάζουν ούτε φράγκα, ούτε τίποτα, ΑΛΛΑ. Στο λέω από τώρα, δε θα έρθω να το παίξω διευθυντής σε τσίρκο! Κουμάντο θα κάνω εγώ! Ούτε ο πρόεδρος, ούτε οι παλιοί, ούτε κανένας. Εγώ!»
«Ρε Φωτάκο μου βάζεις και όρους; Πλάκα με κάνεις; Έχεις 3 λεπτά και μειώνονται…»
«Άκου Μπάμπη… χέστηκα! Δε μπα να ‘ρθει ο Πούτιν ο ίδιος με μια ντουζίνα ΟΥΚαδες! Εμένα μου ‘γινε ο κώλος ΝΑ τόσα χρόνια να κάνω ένα όνομα στη δουλειά και δεν πρόκειται να κάνω το παπαγαλάκι. Παραιτήθηκα από τους Ρώσους και δεν το χω σε τίποτα να παραιτηθώ πριν καν ξεκινήσω και τώρα, αν δε μου δώσεις το λόγο σου, ότι θα γίνεται ότι λέω εγώ!»
«Ρε Φωτάκο… τελικά έχεις cojones… bigandhairyπου λεν και στο χωριό μου! Σύμφωνοι! Εσύ κουμάντο.»
«Και αυτό ισχύει και για τις φυλλάδες έτσι; Άμα αρχίσουν οι πράσινο-κόκκινο-φρουροί τις παρεμβάσεις τους καλύτερα να το ξεχάσουμε…»
«Φωτάκο μην το παρατραβάς… είπαμε… έχουμε κονέ, αλλά δεν κάνουμε και θάματα. Λοιπόν σύμφωνοι;» είπε ο Μπάμπης και άπλωσε την τεράστια παλάμη του.
«Σύμφωνοι» έκανε ο Κατσικάρης και του έδωσε το χέρι.
«Πάρτε τον» είπε ο Μπάμπης, ακουμπώντας ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο στο γιακά του. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και ήρθε η επιβεβαίωση από ένα εξίσου μικροσκοπικό ακουστικό στο αυτί του. «Οκ. Είμαστε καλά.»
Ο Κατσικάρης ετοιμαζόταν να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του με όσα λόγια μπορούσε να του προσφέρει η πλούσια μητρική του γλώσσα, αλλά πριν προλάβει είδε την Ιρήνα να περνάει ανάμεσα τους πλησιάζοντας δειλά, δειλά την πόρτα. Είχε αρχίσει να ησυχάζει έξω. Έβαλε το χέρι της στο πόμολο και πήγε να φύγει. Κοντοστάθηκε λίγο στην πόρτα. Έκανε μεταβολή. Πλησίασε τον Μπάμπη, του έριξε ένα ξεγυρισμένο γλωσσόφιλο, του έβαλε την κάρτα της στην τσέπη, έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε.
Ο Κατσικάρης είχε μείνει στήλη άλατος.
Ο Μπάμπης του ‘σκασε ένα πονηρό χαμόγελο. «Ε, είναι που φέρνω λίγο σε Γκουσκούνη φαίνεται! Δε μου κρατάς κακία έτσι;»
«Τσου…» έκανε σαν παραπονεμένο κουτάβι ο νέος ομοσπονδιακός μας προπονητής.
«Έλα! Μη σκας και θα σου βρω εγώ του χρόνου μια Σπανιόλα μούρλια!» έκανε ο Μπάμπης οδηγώντας τον πίσω στο μαγαζί. «Τώρα… που σκατά μπορούμε να πιούμε σαν άντρες σε αυτή την πόλη;»
Δι εντ