Στατιστικά μιλώντας, μια ματιά στη δεύτερη μόλις σεζόν του στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη, είναι αρκετή για να καταλάβει κάποιος το μέγεθος του «φαινομένου» του Αμερικανού guard: 30.8 πόντοι, 11.4 ασίστ και 12.5 ριμπάουντ κατά μέσο όρο, σε σύνολο 79 αγώνων κανονικής περιόδου. Ολοκλήρωσε δηλαδή μία αγωνιστική περίοδο με μέσους όρους triple-double, κάτι που δεν κατάφεραν άλλοι αθλητες-«θρύλοι», όπως οι «Διόσκουροι» Τζόνσον-Μπερντ, ούτε καν ο τεράστιος Μάικλ Τζόρνταν.
Κατά τη διάρκεια των 14 χρόνων παραμονής και κυριαρχίας του στα «σαλόνια» του ΝΒΑ, ο Ρόμπερτσον εξελίχθηκε σε σκόρερ ολκής, αρχικά με τους Cincinnati Royals (οι σημερινοί Sacramento Kings) (1960-1970) και στη συνέχεια με τους Milwaukee Bucks (1970-1974). Πέτυχε 26.710 πόντους, μοίρασε 9.887 ασίστ και κέρδισε 7.804 ριμπάουντ. Σε μέσους όρους, τα αντίστοιχα νούμερα είναι 25.7, 9.5 και 7.5.
Η μοναδική του ικανότητα να «ματώνει» το διχτάκι και να κάνει, με περισσή στιλπνότητα, τους συμπαίκτες τους καλύτερους, τον αντάμειψαν με επαίνους, ατομικές διακρίσεις και το πρωτάθλημα του 1971, έχοντας στο πλευρό του τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ.
Κέρδισε επίσης το βραβείο «Ρούκι της Χρονιάς» (1960-1961), αγωνίστηκε σε 12 συνεχόμενα AllStarGames (1961-1972), κερδίζοντας τρεις φορές το βραβείο MVP (1961, 1964, 1969), επελέγη 9 φορές στην καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος (1961-1969) και αναδείχθηκε Πολυτιμότερος Παίκτης για την αγωνιστική περίοδο 1963-1964.
Τα συγκεκριμένα επιτεύγματα αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα των ικανοτήτων του. Μάλιστα, ο Ρεντ Άουερμπαχ, αναφερόμενος στον «Big O» είχε πει: «είναι τόσο σπουδαίος, που με τρομάζει». Στο ίδιο μήκος κύματος κυμάνθηκαν και οι δηλώσεις, σε ανύποπτο χρόνο, του συμπαίκτη του στους Royals, Τζέρι Λούκας. Ο πρωταθλητής με τους New York Knicks το 1973, όταν ρωτήθηκε για τον Ρόμπερτσον, είχε δηλώσει τα εξής: «προφανώς ήταν απίστευτος, πολύ μπροστά από την εποχή του. Δεν έχει υπάρξει πιο ολοκληρωμένος παίκτης από τον Όσκαρ».
Γεννημένος στις 24 Νοεμβρίου του 1938, στην πόλη Σάρλοτ της πολιτείας του Τενεσί, ο Ρόμπερτσον βίωσε τη φτώχια της διαλυμένης, από το Κραχ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αμερικής. Αν και οι περισσότεροι συνομήλικοί του ασχολούνταν με το μπέιζμπολ, ο ίδιος αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή μία ακαταμάχητη έλξη για την πορτοκαλί «σπυριάρα». Επειδή, όμως, η οικογένειά του δεν είχε χρήματα για να του αγοράσει μία κανονική μπάλα μπάσκετ, έμαθε να σουτάρει πετώντας μπαλάκια του τένις σε ένα καλάθι συλλογής ροδάκινων, το οποίο βρισκόταν στο πίσω μέρος του πατρικού του σπιτιού.
Φοίτησε στο Λύκειο Crispus Attucks στην Ινδιανάπολη, όπου είχε την τύχη να συνεργαστεί με τον Ρέι Κρόου (Ray Crowe). Ο τελευταίος, τον δίδαξε με επιτυχία τα βασικά του αθλήματος και η προπονητική του φιλοσοφία διαμόρφωσε, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, την αγωνιστική νοοτροπία του Ρόμπερτσον.
Επιπρόσθετα, η συνύπαρξή τους συνδυάστηκε με τα πρωταθλήματα πολιτείας (Indiana State Basketball Championship) του 1955 και του 1956, στα οποία ο Όσκαρ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Σκόραρε 24 πόντους ανά παιχνίδι και σε σύνολο 63 αναμετρήσεων, τις δύο χρονιές, το κοντέρ έγραψε 62 νίκες και μόλις 1 ήττα. Συν τοις άλλοις, ανακηρύχθηκε κορυφαίος παίκτης –Mr. Basketball– της πολιτείας της Ιντιάνα, με την ομάδα του να πραγματοποιεί ρεκόρ συνεχόμενων νικών (45-0).
Τα επιτεύγματά του, του εξασφάλισαν μία θέση στο πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, όπου συνέχισε να κυριαρχεί και στις δύο πλευρές του γηπέδου, βελτιώνοντας παράλληλα κάθε του προσόν. Στα τρία χρόνια παραμονής του (1957-1960) στο κολλέγιο, ο Ρόμπερτσον πραγματοποιούσε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Τρεις φορές πρώτος σκόρερ και κορυφαίος παίκτης στο ΝCAA (1958, 1959, 1960), ο «Big O» πετύχαινε 33.8 πόντους ανά παιχνίδι, αριθμός που αποτελούσε την κορυφαία επίδοση στην ιστορία του κολλεγιακού μπάσκετ, μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Πιτ Μάραβιτς (44.2).
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Ρόμπερτσον, όμως, δε βρισκόταν εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου, αλλά έξω από αυτές. Ο ρατσισμός που βίωσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, κυρίως, όμως, στα φοιτητικά του χρόνια, τον έκαναν πιο δυνατό, αλλά ταυτόχρονα και πιο σκληρό.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960. Στο draft που είχε προηγηθεί (11 Απριλίου) ο Ρόμπερτσον έγινε territorial pick από τους Cincinnati Royals, αφήνοντας στη δεύτερη θέση –ως πρώτη επιλογή του draft– τον συμπαίκτη του στο έπος της Ρώμης και θρύλο των Los Angeles Lakers, Τζέρι Γουέστ.
Ο αντίκτυπός του στο ΝΒΑ ήταν πρωτοφανής. Ακόμη και για τα δεδομένα του αντίπαλου δέους, του «ντουέτου» των Ράσελ-Τσάμπερλεϊν. Ήταν ο απόλυτος αστέρας της ομάδας του. Οι συμπαίκτες του ζούσαν με το φόβο μήπως τον απογοητεύσουν και, κατά συνέπεια, βρουν το μπελά τους. Οι προπονητές του πάσχιζαν να τον βάλουν σε καλούπια, προκειμένου να ελέγξουν (ευτυχώς, δίχως επιτυχία), όσο το δυνατόν περισσότερο και πιο αποτελεσματικά, την αδάμαστη φύση του και το εξωπραγματικό του ταλέντο.
«Ο Όσκαρ ήταν έτη φωτός μακριά μας. Δε μπορούσαμε να πλησιάσουμε στο επίπεδό του. Όμως, εξαιτίας του μεγαλείου του, δεν ήθελε κανένας μας να τον απογοητεύσει», είχε αναφέρει σε συνέντευξή του πριν από αρκετό καιρό, ο πρώην συμπαίκτης του, Γουέιν Έμπρι (Wayne Embry).
Για μία δεκαετία, παρόλο που δεν οδήγησε στη «Γη της Επαγγελίας» τους Royals –ας όψεται η «αρμάδα» των Boston Celtics– παρουσίασε στο φιλοθεάμον κοινό ένα νέο είδος περιφερειακού παίκτη, που είχε μόνο μία αποστολή. Να κάνει στην εντέλεια τα πάντα πάνω στο παρκέ. Πρόκειται σίγουρα για τον πρώτο μεγάλο combo guard του παγκόσμιου μπάσκετ, πάνω στον οποίο «πάτησαν» αθλητές, όπως οι Μάραβιτς και Τζόνσον, αναβαθμίζοντας με τη σειρά τους την ουσιαστική λειτουργία των θέσεων 1 και 2, θέτοντας τις βάσεις για τη μεταμόρφωση των περιφερειακών παικτών σε παράγοντα ζωτικότατης σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία ενός μπασκετικού συνόλου.
Το «Άγιο Δισκοπότηρο» βέβαια ήταν το μεγάλο του απωθημένο. Αυτό λοιπόν που δεν κατάφερε στο Σινσινάτι, το πέτυχε στο Μιλγουόκι, τη σεζόν 1970-1971. Μπορεί να μην αναδείχθηκε MVP των Τελικών (το βραβείο κέρδισε ο Λιου Άλτσιντορ), όμως, ήταν από τους βασικούς συντελεστές του θριάμβου, με 4-0 στις νίκες, κόντρα στους Baltimore Bullets (σημερινοί Washington Wizards), σκοράροντας 23.5 πόντους ανά παιχνίδι.
Ποιος ήταν, όμως, ο λόγος που ο Ρόμπερτσον απομακρύνθηκε από το Σινσινάτι, πριν την αφετηρία του 11ου Μαραθωνίου του με την ομάδα που τον επέλεξε στο draft του 1960; Η απάντηση ακούει στο όνομα Μπομπ Κούζι (Bob Cousy).
Ο εξάκις πρωταθλητής με τη Βοστώνη, σύμφωνα πάντα με τις θεωρίες συνομωσίας της εποχής, ζήλευε τον Όσκαρ εξαιτίας του ταλέντου και της προσωπικότητάς του. «Έκανε λάθος και δε θα το ξεχάσω ποτέ», ήταν τα λόγια του στενοχωρημένου, όσο και εκνευρισμένου «Big O», ο οποίος, μέχρι και σήμερα, δεν έχει συγχωρέσει τον παραλίγο προπονητή του και, για χρόνια, μεγάλο του αντίπαλο.
Ο Ρόμπερτσον αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1974, σε ηλικία 36 ετών. Τόσο οι Kings και οι Bucks όσο και το πανεπιστήμιό του, απέσυραν τις φανέλες με το νούμερό του (14, 1 και 12 αντίστοιχα), ενώ από το 1998, το ετήσιο βραβείο για τον καλύτερο παίκτη στο NCAA φέρει το όνομά του (Oscar Robertson Trophy).
Αφοσιώθηκε στον αγώνα για τη βελτίωση της ζωής και των συνθηκών διαβίωσης εκατοντάδων χιλιάδων Αφροαμερικανών συμπολιτών του. Με αυτό τον τρόπο απέδειξε πως οι κορυφαίοι παίκτες οφείλουν να είναι σπουδαίοι άνθρωποι.
Πηγή και Φωτό: mearsonlineauctions, thestar.com, tixers.com, sportswriters.net