Από το πρωί στο γραφείο όλα είχαν μια περίεργη ιδιαιτερότητα. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, αλλά ουσιαστικά κανένας δεν είχε όρεξη να δουλέψει. Ήταν και Παρασκευή, τελείωνε και το καλοκαίρι, άντε μετά να βρεις μυαλό.
Η διαφορά ώρας με την Ιαπωνία, έφερνε το παιχνίδι να γίνεται πρωινή ώρα κι εμάς μας έδινε επιπλέον δυσκολίες, αλλά και κίνητρα να μην το χάσουμε. Σιγά μην το χάναμε.
Στο κεντρικό τραπέζι του χώρου υπήρχε όπως πάντα το σώμα των εφημερίδων και μια παλιά τηλεόραση. Δεν την είχαμε ανοίξει ποτέ. Μέχρι εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα ήταν ανοικτή από το πρωί. Η κεραία της δεν έπιανε πολύ καλά και είχαμε όλοι αυτή την αγωνία τι θα γίνει την ώρα του αγώνα. Πότε πότε κάποιος προσπαθούσε να γυρίσει την κεραία να φτιάξει η εικόνα και άκουγε τα μπινελίκια των υπολοίπων από το φόβο μήπως τη χάσουμε εντελώς.
Δουλέψαμε σαν σκυλιά για να στουμπώσουμε όλες τις υποχρεώσεις μας και να μην έχουμε τίποτα άλλο να μας αποσπά την προσοχή. «Ελάτε ρε, ξεκινάει!», φώναξε ο πρώτος. Αμέσως γύρω από την τηλεόραση μαζεύτηκαν οι πρώτοι.
«Ας χάσουμε τουλάχιστον αξιοπρεπώς», είπε ο ένας. «Μπα, μέχρι εδώ ήταν. Θα φάμε μια ξεγυρισμένη κατοστάρα και θα πάμε σπίτια μας. Αυτοί ρε δεν παίζονται μη λέμε κουταμάρες τώρα», είπε ο δεύτερος. «Να έχουμε τις φωτογραφικές μηχανές έτοιμες, αν τυχόν περάσουμε με κανένα 0-2 μπροστά στο πρώτο λεπτό να το τραβήξουμε για ντοκουμέντο, όπως τότε στον Καναδά το ’94!», σχολίασε ο εξυπνάκιας.
«Ρε θα τους κερδίσουμε και θα τρίβετε τα μάτια σας», είπε ο… προφήτης. «Με ποιον ρε, με το Ντικούδη και τον Χατζηβρέττα;». «Γιατί ρε, πέρσι μ’ αυτούς δεν πήρες το ευρωπαϊκό; Γιατί όχι και τώρα;».
Έλα ντε. Γιατί όχι και τώρα; Ο αγώνας ξεκίνησε Οι Αμερικάνοι μπλανζέ όπως πάντα έπαιζαν για το θέαμα και για να αναδείξουν τα φυσικά τους προσόντα. Οι δικοί μας μπήκαν λίγο φοβισμένοι στην αρχή, έμειναν λίγο πίσω στο σκορ, αλλά υπό τις ψύχραιμες οδηγίες του «Δράκου» δεν τα παράτησαν και δεν τους άφησαν να ξεφύγουν.
Ο «Σόφο» στο καλύτερο τουρνουά της καριέρας του – τι να σκέφτεται άραγε κάθε χρόνο τέτοια μέρα; - κατάπινε τα αμερικανάκια σαν τα χάμπουργκερ. Η τριάδα των Παπαλουκά-Διαμαντίδη-Σπανούλη –ο Ζήσης δε μπορούσε να αγωνιστεί εξαιτίας του δολοφονικού χτυπήματος αυτού του βαζιβουζούκου του Βαρεχάο - οργάνωνε, έκλεβε, σκόραρε, έκανε άνω κάτω τους Αμερικανούς, οι ψηλοί έπαιζαν ξύλο κάτω από τη ρακέτα, σκοτώνονταν για τα ριμπάουντ, δεν άφηναν φάση να πάει χαμένη.
Ημίχρονο και είμαστε μπροστά. «Ρε, θα μας κάνουν καμιά πλάκα και θα τρελαθούμε». «Έλα ρε, τυχαίο είναι. Θα βγουν οι Αμερικάνοι στο δεύτερο και θα μας λιανίσουν. Και μέχρι εδώ καλά ήταν».
Στο ημίχρονο σκορπίσαμε σαν μυρμήγκια για να κάνουμε ότι δουλεύουμε, αλλά πού μυαλό. «Άρχισε, άρχισε!». Το πηγαδάκι γύρω από την τηλεόραση μεγάλωνε. Από εδώ και πέρα τα αστεία τελείωναν. Κάθε καλάθι πανηγυριζόταν τρελά. Η διευθύντρια βγήκε πολλές φορές από το γραφείο της και μας είπε να το διαλύσουμε. Ναι, καλά. Είσαι τρελή, κυρά μου; Τώρα θα το διαλύσουμε; Παρά τις απειλές ότι αν μας ακούσει ο “μεγάλος” από τον από πάνω όροφο την έχουμε όλοι βαμμένη, μείναμε εκεί.
Τέταρτη περίοδος. Είμαστε μπροστά. Έχει γούστο! Όλη η εφημερίδα ήταν τώρα μπροστά από εκείνη την τηλεόραση. Ακόμα και τα «σπασικλάκια» που όλη αυτή την ώρα δεν είχαν σηκωθεί και δούλευαν για να δείξουν ότι δεν είναι σαν κι εμάς.
Κι άλλο τρίποντο ο Σπανούλης! Απίστευτο! Άμυνα τώρα, άμυνα! Ναι, ναι, ριμπάουντ, το ριμπάουντ! Προσοχή, έλα παιδιά, πάμε να αντέξουμε λίγο ακόμα. Ναι! Κι άλλο καλάθι! Δεν υπάρχει αυτό που ζούμε.
«Μαλάκες, πλάκα πλάκα στο τέλος θα τους ρίξουμε και κατοστάρα, όπως πάει». Δεν απάντησε κανείς. Ο καθένας δάγκωνε ό,τι είχε μπροστά του για να μη μιλήσει. Τα μπλουζάκια, ένα καπέλο, το χέρι του. Μόνο μη μιλήσουμε και το γρουσουζέψουμε. Ωχ, ωχ, αγρίεψαν αυτοί. Όχι κι άλλο τρίποντο. Προσοχή. Μην μας πιάσει πανικός τώρα που προσπαθούν να μειώσουν. Ποιος πανικός ρε; Έχεις δει ποιος κάθεται στον πάγκο; Το παιχνίδι είναι δικό μας! Δε μπορεί να χαθεί τώρα πια.
Ο Σκουντής που περιγράφει το ματς έχει τρελαθεί και τραγουδάει. «Εκατό, εκατό, κατοστάρα εκατό!» Έχουν μείνει δευτερόλεπτα. Απίστευτο. Α-πί-στευ-το! Τα τηλέφωνα του γραφείου βρήκαν ώρα να χτυπήσουν. «Ποιος μαλάκας είναι τέτοια ώρα. Καλά, δε βλέπει μπάσκετ;». Σιγά μην το σηκώσω.
Το ματς τελειώνει. 101-95. Ο Παπαλουκάς κλωτσάει τη μπάλα στους ουρανούς. Πανηγύρια, αγκαλιές μες στο γραφείο. Συρτάκι οι παίκτες στο γήπεδο, συρτάκι κι εμείς στο γραφείο, φωνές η διευθύντρια. Τι μας λες κι εσύ τώρα. Πώς να δουλέψουμε μετά από αυτό!
Και την Κυριακή; Το σηκώνουμε ρε, εύκολα! Τώρα που δεν θα είναι οι Αργεντίνοι; Τους Ισπανούς τους έχουμε. Εδώ ρε τους Αμερικάνους τους κερδίσαμε για πλάκα. Είναι δικό μας σου λέω! Αλλά, ποιος νοιάζεται από τώρα για την Κυριακή. Καρμέλο… ουου!
Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν εκείνο το κορίτσι. Όλο το καλοκαίρι έλιωσε ο ένας για τον άλλο. Όμως, για λόγους που ποτέ δεν εξήγησε, δε μπορούσαμε να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί. Είχαμε να μιλήσουμε σχεδόν μια εβδομάδα. Το σήκωσα μέσα στην παραζάλη της χαράς της νίκης,
- Είδες το ματς;
- Το είδα.
- Ήμουν σίγουρη. Κι εγώ.
- Χαίρομαι.
- Είσαι καλά;
- Καλά.
Αμήχανη παύση μερικών δευτερολέπτων. Εκείνη μίλησε πρώτη.
- Θέλω να σε δω.
- Κι εγώ…
Εκείνο το μεσημέρι της 1ης Σεπτεμβρίου 2006 γράφτηκε μια από τις πιο χρυσές σελίδες της ιστορίας όχι μόνο του ελληνικού, αλλά του Παγκόσμιου μπάσκετ. Οι ΗΠΑ ποτέ δεν ξέχασαν εκείνη την ήττα. Ο Κόουτς Σιζέφσκι, ακόμα σταματάει συνεντεύξεις για να αγκαλιάσει τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον μοναδικό άνθρωπο που κατάφερε να τον νικήσει. Τον τελευταίο προπονητή που κατάφερε να τους νικήσει. Έχουν περάσει δέκα χρόνια και οι ΗΠΑ έχουν σαρώσει τα πάντα από τότε.
Κι όμως, ποτέ δεν το ξέχασαν. Πως θα μπορούσαν άλλωστε. Μπορεί ο Καρμέλο, ο Λεμπρόν, ο Γουέιντ, ο Μπος να έκαναν την καριέρα που όλοι γνωρίζουν να έπιασαν ρεκόρ, να κατέκτησαν (όχι όλοι) δαχτυλίδια Πρωταθλητή, να έβαλαν υπογραφές σε συμβόλαια με αστρονομικά ποσά και να έγιναν διάσημοι σε όλο τον πλανήτη, αλλά εκείνη τη μέρα έφυγαν με δάκρυα στα μάτια από το γήπεδο. Η 1η Σεπτεμβρίου 2006 ήταν η αρχή της νεότερης ιστορίας τους. Και σε αυτήν, έχουν βάλει βαθιά την υπογραφή τους οι Έλληνες παίκτες.
Κι εμείς δεν έχουμε ξεχάσει ποτέ εκείνη τη μέρα. Κάθε χρόνο, το συρτάκι ακούγεται ξανά και τα βίντεο από το youtube παίρνουν «φωτιά». Κι ακόμα, όπως και με τα αντίστοιχα του ’87, η συγκίνηση και η αγωνία είναι ίδια. Όπως και η χαρά και το δάκρυ που κυλά. Διάολε, πώς να μην συγκινηθείς μετά από αυτό το παιχνίδι!
Για την ιστορία.
Ελλάδα – ΗΠΑ 101-95
Τα δεκάλεπτα: 14-20, 45-41, 67-65, 101-95
Οι συνθέσεις:
Ελλάδα (Γιαννάκης): Παπαλουκάς 8, Σχορτσιανίτης 14, Ζήσης, Σπανούλης 22, Βασιλόπουλος, Φώτσης 9, Χατζηβρέττας 2, Ντικούδης 8, Τσαρτσαρής 3, Διαμαντίδης 12, Παπαδόπουλος 8, Κακιούζης 15
ΗΠΑ (Σιζέφσκι): Τζόνσον 3, Χάινριχ 12, Τζέημς 17, Τζέμησον, Μπάτλερ 1, Γουέιντ 19, Πολ 3, Μπος 3, Χάουαρντ 10, Μίλερ, Μπραντ, Άντονι 27
Φωτό: FIBA