πιο ρομαντική, πιο αγνή, πιο... εκτός σημερινής πραγματικότητας, που προστάζει βία, λαμογιά, μισαλλοδοξία.
Είμαι επίσης από εκείνους που μεγάλωσαν με τις αφίσες του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Πρέλεβιτς, του Ζάρκο, του Γαλακτερού (στην ΑΕΚ ακόμα), του Φάνη, του Ντράζεν. Από αυτούς που σε πολύ μικρή ηλικία καθόμουν με τον πατέρα μου κάθε Πέμπτη βράδυ να δω τις προσπάθειες του Άρη και λίγο αργότερα του ΠΑΟΚ για διάκριση στην Ευρώπη.
Είμαι από αυτούς που είδαν ζωντανά στην τηλεόραση το Ευρωμπάσκετ του ’87 και που πανηγύρισε στο μπαλκόνι του μαζί με χιλιάδες άλλους την εθνική ανάταση που έφερε εκείνη η βραδιά στην Ελλάδα. Παιδάκι μόλις 7 χρονών ήμουν τότε, αλλά είχα καταλάβει πως κάτι μεγάλο είχε γίνει εκείνο το βράδυ.
Μεγαλώνοντας ήμουν πολύ κοντός για να παίξω μπάσκετ, γι’ αυτό και αγαπημένοι μου παίκτες έγιναν ο Κόρφας και ο Τάιρον Μπογκς. Στη γειτονιά είχαμε ο καθένας από μια μπασκέτα και παίζαμε πρωταθλήματα με «εντός» και «εκτός» έδρας αγώνες, ανάλογα με το σε ποιου τη μπασκέτα παίζαμε.
Στο γυμνάσιο διάβαζα συνέχεια το «Τρίποντο» και κρεμούσα τις αφίσες στο δωμάτιό μου. Ακόμα έχω κρατημένα τα τεύχη που είχα τότε αγοράσει, βέβαια, είναι κάπου καταχωνιασμένα στο πατάρι, αλλά σίγουρα κάπου βρίσκονται.
Η αφίσα της πρώτης – της πραγματικής - Dream Team από την Ολυμπιάδα του ’92 ήταν μεγάλο απόκτημα, ενώ την Εθνική Κροατίας εκείνου του τουρνουά, όπου ο Ντράζεν θα έπαιρνε μόνος του τα αμερικανάκια αν δεν έπαιζε αντίπαλος ο Θεός (λέγε με M.J.), την είχα λατρέψει. Εκείνος ο καταραμένος πόλεμος στη γειτονική Γιουγκοσλαβία αιματοκύλησε και το μπάσκετ, αφού χάσαμε την ευκαιρία να δούμε τη σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων με όπλο μια «σφαίρα με σπυριά». Κι εκείνο το καλοκαίρι του ’93, όταν η μοίρα το’ φερε ο κορυφαίος ευρωπαίος μπασκετμπολίστας να μην προλάβει να δώσει τις παραστάσεις του στην Ελλάδα – αργότερα μάθαμε ότι είχε συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό – μας στέρησε την ελπίδα να τον βλέπαμε κι από κοντά.
Στο ΝΒΑ έκανα την ανατροπή και παρόλο που όλοι τότε ήταν – για ευνόητους λόγους – με τους Bulls, ενώ μόλις είχε σταματήσει ο Τζαμπάρ και το άστρο του Μάτζικ έχανε τη λάμψη του εξαιτίας της αδυναμίας του να βάλει φρένο στο πουλί του και την ιστορία του με το AIDS, συνεπώς και οι Lakers παρέμεναν... εμπορικοί, εγώ δεν ήμουν με κανέναν τους. Προτίμησα να υποστηρίζω εκείνους τους δύο τρελούς από το Σολτ Λεϊκ Σίτυ, το καλύτερο δίδυμο κοντού – ψηλού που πέρασε ποτέ από τα παρκέ. Στόκτον και Μαλόουν μου χάρισαν πολλές χαρές και παρόλο που δεν πήραν ποτέ ένα πρωτάθλημα με τους Jazz, ωστόσο, κατάφεραν να κερδίσουν έναν φανατικό υποστηρικτή τους στην αποδώ μεριά του πλανήτη.
Στο ελληνικό πρωτάθλημα θυμάμαι απίστευτους παίκτες που πέρασαν και το έκαναν για μια αρκετά μεγάλη περίοδο το πιο ανταγωνιστικό της Ευρώπης. Ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς: Το Ζάρκο, το Μπέρι, τον Τάρπλεϊ, τον Βράνκοβιτς, το Μπάνε, το Γουίλτζερ, το δίδυμο Μπάρλοου – Λέβινγκστον, τον Μίτσελ Ουίγκινς στο Σπόρτινγκ και πιο μετά στον Πανιώνιο, τον Μπόμπαν – α ρε Μπόμπαν – και τον Τέρνερ, τον Ίνγκραμ, το «ξανθό σκυλί», Γιούρι Ζντοβτς στον Ηρακλή, όπως και τους Μπαρτ και αργότερα τον τεράστιο ΜακΝτάνιελ, τον Σούμποτιτς, το Μισούνοφ και τον τρελο-Μπόνι, τον Ορτίθ σε Ηράκλειο, Άρη και ΠΑΟΚ, τον Σάκλφορντ, τον Πριστ Λότερντέιλ, τον Μιλίσεβιτς; Τα «σερβάκια», Τόμιτς, Τάρλατς, Νάκιτς, Γκούροβιτς, Γιάριτς, Νεστέροβιτς, φυσικά τον μεγάλο Πέτζα; Αλλά και τους δικούς μας που έδιναν άλλο χρώμα στο παρκέ: Λυπιρίδης, Αγγελίδης, Πεδουλάκης, Γκέκος, Κορωνιός, Μποσγανάς, ο τρελάρας Σάκης Τζαλαλής στο Παγκράτι, ο Τζανής Σταυρακόπουλος στους Αμπελόκηπους, ο Κούβελας, ο Μπουντούρης, ο Τσέκος, ο Μπρούγος, ο Παταβούκας, ο Μπακατσιάς, τόσοι και τόσοι. Ξεχνώ πολλούς, αλλά έγραψα όσους μου ήρθαν εντελώς τυχαία τώρα στο μυαλό, αλλά είμαι σίγουρος ότι πολλοί έχουν ήδη κάνει φλας μπακ σε εκείνη την εποχή.
Θυμάμαι πολλές ομάδες που έκαναν αίσθηση εκτός από τους μεγάλους της Θεσσαλονίκης και ύστερα της Αθήνας. Ο Πανιώνιος, το Περιστέρι, ο Σπόρτινγκ, ο Μίλωνας, η Δάφνη, το Παγκράτι, το Ηράκλειο, ο Απόλλωνας Πάτρας, ο Μακεδονικός και πιο πρόσφατα το Μαρούσι και τελευταία – ευτυχώς υπάρχουν κι αυτοί – ο Κολοσσός και η Καβάλα κατάφεραν να δώσουν χρώμα στο πρωτάθλημα, να κάνουν τις γειτονιές και την επαρχία να το αγαπήσουν περισσότερο και να αναδείξουν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που αργότερα στελέχωσαν τόσο τις μεγάλες ομάδες, όσο, κυρίως, την Εθνική. Την επίσημη αγαπημένη. Τη μόνη ομάδα που δεν έχει καταφέρει ακόμα να μας διχάσει.
Πόσες και πόσες μπασκετικές αναμνήσεις. Εδώ θα’ μαστε και θα τα λέμε. Με το δικό μας τρόπο. Αυτόν της αλάνας. Χωρίς να θίγουμε κανέναν, χωρίς να γινόμαστε γραφικοί. Θα ξαναβάλουμε τα κοντά παντελονάκια, θα φορέσουμε τα περικάρπια για τον ιδρώτα σε καρπούς και στον αγκώνα για το στυλ, θα ξαναφουσκώσουμε τις «σπυριάρες» και θα γίνουμε πάλι παιδιά.
Γιατί αυτό είναι το μπάσκετ. Ένα παιχνίδι. Κι εμείς θα είμαστε οι playmakers.
Καλή αρχή να έχουμε!