Όταν μιλάμε για Πανιώνιο, αναφερόμαστε στην έννοια της ομάδας της γειτονιάς. Μια ομάδα που ανεξάρτητα ποιον υποστηρίζεις, δε μπορείς να μην τη συμπαθήσεις. Για εμάς που ανήκουμε στη γενιά του ’87, ο Πανιώνιος ήταν πάντα το σύμβολο της αντίστασης στην «αιώνια» κόντρα μεταξύ των μεγάλων διπόλων, Άρη-ΠΑΟΚ στα ‘80s, Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού από τα μέσα των ‘90s και μετά.
Και πώς να μην αγαπήσεις αυτή την ομάδα. Από τα σπλάχνα της αναδείχθηκε ο για πολλούς από εμάς καλύτερος και πληρέστερος Έλληνας μπασκετμπολίστας. Μιλώ για το μεγάλο Φάνη, την αδυναμία μου για τον οποίο εξέφρασα στο προηγούμενο αφιέρωμά μου («Ο Φάνης, το γυμνό, τα γαριδάκια και μια κατασκήνωση στον Κάλαμο»).
Ήταν ο παίκτης που αγάπησε ο απλός μπασκετικός φίλαθλος, ο αντισυμβατικός, ο ιδιαίτερος, ο «μπέμπης» που σκότωνε σε κάθε ευκαιρία. Ήταν η ομάδα που θαύμαζες για την ποιότητα των αξιών που έβγαζε στο γήπεδο. Και πάνω από όλα, ήταν μια ομάδα που είχε πάντα στις τάξεις της παίκτες που όλοι θαύμαζαν και που έχουν μείνει σημεία αναφοράς στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Ποιος δεν θυμάται τον εκπληκτικό Χένρι Τέρνερ και το κάρφωμά του που έσπαγε μπασκέτες, τον Θερν Μπέιλι, τον Τζον Χάτσον, τον Λόνι Μπάξτερ, τον αείμνηστο «Μπόμπαν». Αλλά και Έλληνες παίκτες-μορφές που άφησαν το δικό τους στίγμα. Ο μετέπειτα ομοσπονδιακός προπονητής, Μάκης Δενδρινός, ο Τάκης Κορωναίος, ο Νίκος Λινάρδος, ο Κώστας Μίσσας, ο Γάσπαρης, ο Μποσγανάς, ο Μπρούγος. Ακόμα και ο Γιαννάκης. Τόσοι και τόσοι. Και πάντα αποτελούσε μία αστείρευτη πηγή ταλέντων.
Σε τελικούς Κυπέλλου αγωνίστηκε όλε κι όλες τρεις φορές. Η πρώτη ήταν το 1977 όταν και ηττήθηκε με 103-88 από τον Ολυμπιακό των Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Μελίνι και των λοιπών αστεριών εκείνης της εποχής.
Η δεύτερη έμελε να είναι η πιο λαμπρή σελίδα της ιστορίας του, καθώς στον μεγάλο τελικό του 1991 που διεξήχθη σε ένα κατάμεστο ΣΕΦ, επικράτησε του ΠΑΟΚ με 73-70 και κατέκτησε το μοναδικό τρόπαιο του Κυπέλλου στην ιστορία του.
Τον αγώνα τον έζησα ως παιδί που τελείωνε το δημοτικό, και θυμάμαι πάνω από όλα τον εκστασιασμένο ημίγυμνο Φάνη να ξεσπά σε πανηγυρισμούς στις αγκαλιές των φιλάθλων του Πανιωνίου που είχαν γεμίσει το φαληρικό στάδιο. Ήταν η δικαίωση ενός αθλητή που λίγα χρόνια πριν είχε γίνει το πιο σημαντικό γρανάζι του ελληνικού μπάσκετ μετά το θρυλικό δίδυμο των Γκάλη-Γιαννάκη και αντιπροσώπευε το όνειρο κάθε πιτσιρικά που έσπαγε τη «σπυριάρα» στους δρόμους και τα γήπεδα της γειτονιάς. Τα μουστάκια του Βλάντο Τζούροβιτς έγιναν σημείο αναφοράς για όλους τους μπασκετόφιλους και ο ίδιος αναδείχθηκε σε μία ιστορική μορφή που σημάδεψε με την παρουσία του το ελληνικό μπάσκετ.
Θυμηθείτε τον συγκλονιστικό τελικό του 1991 ανάμεσα στον Πανιώνιο και τον ΠΑΟΚ:
Οι δύο ομάδες συναντήθηκαν εκ νέου και το 1995, όμως, ο Πανιώνιος του Ντούσαν Ίβκοβιτς στον οποίο αγωνιζόταν και ο σημερινός προπονητής του Άρη, Βαγγέλης Αγγέλου, στον τελικό του Final Four της Λαμίας, παραδόθηκε στον ΠΑΟΚ του Μπάνε Πρέλεβιτς, του Ζόραν Σάβιτς και του Ματ Μπούλαρντ.
Ο Πανιώνιος είναι μπροστά στη μεγλαύτερη πρόκληση της σύγχρονης ιστορίας του. Η πρόκριση στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας είναι από μόνη της ένα σημαντικό επίτευγμα, όμως, στην «πλατεία» είναι βέβαιο πως κρυφοκοιτάζουν και την κατάκτηση του τροπαίου.
Το να βρεθούν αντιμέτωποι με τον Παναθηναϊκό ή τον Ολυμπιακό φαντάζει εκ πρώτης όψεως δύσκολο εγχείρημα. Σε έναν αγώνα σε ουδέτερο έδαφος και με τον ενθουσιασμό του αουτσάιντερ, όμως, πολλά μπορούν να συμβούν. Λέτε;
Οι τελικοί του Πανιωνίου:
1977:Ολυμπιακός - Πανιώνιος 103–88
1991:Πανιώνιος - ΠΑΟΚ 73–70
1995:ΠΑΟΚ - Πανιώνιος 72–53